«Εκείνο που του έδινε λίγη ευτυχία ήταν οι καμπάνες. Τις αγαπούσε, τις χάιδευε, μιλούσε μαζί τους, τις κατανοούσε....
Από τις μικρές καμπανούλες του καμπαναριού, πάνω από τη διασταύρωση, μέχρι τη χοντρή καμπάνα του πρόπυλου, ένιωθε για όλες την ίδια στοργή. Ωστόσο, ήταν αυτές οι ίδιες καμπάνες που τον είχαν κουφάνει. Όμως, είναι γνωστό πως οι μητέρες αγαπούν συνήθως περισσότερο το παιδί που τους έχει χαρίσει τις μεγαλύτερες πίκρες. Η αλήθεια είναι ότι η φωνή τους ήταν η μοναδική φωνή που του ήταν δυνατό να ακούει ακόμη. Κι έτσι, η πιο μεγάλη καμπάνα ήταν και η πιο αγαπημένη του. Αυτή την προτιμούσε απ’ όλη εκείνη την οικογένεια των φωνακλάδικων κοριτσιών που αναπηδούσαν τριγύρω του τις γιορτινές μέρες. Τούτη η βαριά καμπάνα άκουγε στο όνομα Μαρία. Ήταν μόνη στον κάτω πύργο, μαζί με την αδελφή της, τη Ζακλίν, μια μικρότερη καμπάνα κλεισμένη σε ένα κλουβί μικρότερο από της πρώτης. Ο Κουασιμόδος είχε, λοιπόν, δεκαπέντε καμπάνες στο σεράι του. Αλλά η χοντρή Μαρία ήταν η ευνοούμενή του.»
Από το μυθιστόρημα του Βίκτωρος Ουγκώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου