Γράφει ο Γ. Παπαδόπουλος- Τετράδης
Την ώρα που γίνεται σάλος για τα κόκκινα δάνεια, και μη μπαταχτσήδες πολίτες απειλούνται με κατασχέσεις, οι δύο απολύτως και μόνοι υπεύθυνοι όχι απλώς μένουν στο απυρόβλητο, αλλά αποφασίζουν κι όλας για τις ζωές των άλλων!
Των οποίων κανένας υπεύθυνος δεν έχει λογοδοτήσει για το όργιο των δανείων την 8ετία 2002- 2010. Αλλά, και κανείς δεν έχει πληρώσει για τις πολιτικές επιλογές.
Ήμασταν εδώ, σ αυτή τη χώρα, όταν με την καθιέρωση του ευρώ τα επιτόκια δανεισμού έπεσαν σε επίπεδα τέτοια που συνέφερε καθέναν να αγοράσει με δάνειο ένα σπίτι, αφού το μηνιαίο χρεολύσιο ήταν ίσο ή και μικρότερο από το νοίκι που θα πλήρωνε. Επιπλέον, θα του έμενε και το σπίτι στο τέλος ως περιουσιακό στοιχείο.
Όποιος υποστηρίζει ότι αυτή η συλλογιστική δεν ήταν απολύτως νοικοκυρίστικη δεν έχει επαφή με τις συνθήκες της τότε ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Οι μέσες απολαβές ήταν πάνω από 2.000 ευρώ για ένα πολύ μεγάλο μέρος του αστικού και αγροτικού πληθυσμού, που έκανε αποταμιεύσεις, και ένα στεγαστικό δάνειο για 100 τετραγωνικά σπίτι μπορεί να επιβάρυνε το εισόδημα κατά 800 -1.000 ευρώ το μήνα.
Αν υπολογίσει κανείς ότι το ανεκτό έξοδο για σπίτι, ενοίκιο ή δάνειο, ήταν από τη δεκαετία του 1960 στο 30% των εισοδημάτων, τα 800- 1000 ευρώ ήταν ένα πολύ λογικό ποσό για ένα ζευγάρι που τη δεκαετία του 2.000 έφερνε στο σπίτι πάνω από 4.000 ευρώ. Αυτή ήταν η μεσαία τάξη πριν τη διαλύσει η οικονομική και πολιτική διαχείριση των κυβερνήσεών της.
Η τάξη των πιο αδύναμων στρωμάτων απολάμβανε ιδιοκτησίας χάρη στα στεγαστικά προγράμματα της Εργατικής Εστίας και των κλαδικών εργασιακών Ενώσεων (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, ΟΣΕ κλπ) που έδιναν δάνεια με πολύ πιο προνομιακούς όρους στα μέλη τους.
Και επειδή οι τράπεζες είναι επιχειρήσεις και ζουν από τα δάνεια, οι διοικήσεις τους όχι μόνο ενέκριναν τα δάνεια που οι πολίτες πληρούσαν τις προϋποθέσεις, αλλά άρχισαν να δίνουν δάνεια ανεξέλεγκτα στον καθένα που πέρναγε απ έξω! Εδώ ήμασταν και το ζήσαμε.
Επιπλέον, από την αδηφαγία τους οι τράπεζες, έχοντας πρόσβαση στα τηλέφωνα σχεδόν όλων των πολιτών, από νόμιμες και μη νόμιμες πηγές, πίεζαν τους πολίτες που δεν είχαν πάρει δάνεια ή που είχαν την ευχέρεια να πάρουν κι άλλα, να τρέξουν να χρεωθούν. Κι έτσι, εκτός από τα κλασικά στεγαστικά και καταναλωτικά γεννήθηκαν κι άλλα δάνεια: Διακοποδάνεια, εκπαιδευτικά, πρόσθετου αυτοκινήτου και πάει λέγοντας.
Και τα τηλεφωνήματα έπεφταν βροχή στα σπίτια των πολιτών από τις τράπεζες, με το ίδιο τραγούδι των Σειρήνων: «Σας έχουμε εγκρίνει ένα δάνειο τόσων χιλιάδων ευρώ, ελάτε να το πάρετε». «Μα, να δω πρώτα τις προϋποθέσεις», έλεγε ο αφελής νομοταγής. «Δεν χρειάζονται προϋποθέσεις» απαντούσε η τράπεζα. «Μην ανησυχείτε, ελάτε και είναι ασφαλές». Και πήγαινε ο αφελής πολίτης και φεσωνόταν το ασφαλές δάνειο της τραπεζικής απλοχεριάς. Αφού το έλεγε η τράπεζα, γιατί να δυσπιστήσει αυτός; Ήταν δυνατό να τον εξαπατήσει η τράπεζα;
Φυσικά, ανάμεσα σ αυτούς ήταν και επιπόλαιοι πολίτες που χρεώνονταν με περισσότερα από όσα επέτρεπαν τα εισοδήματά τους. Έφταιγαν αυτοί ή οι τράπεζες που τους επέλεγαν χωρίς έλεγχο, και όταν δεν αποπλήρωναν έγκαιρα τα χρεωλήσια τους χάιδευαν;
Ταυτόχρονα μ αυτό τον εγκληματικό χορό των τραπεζών, οι κυβερνήσεις ευλογούσαν το πιστωτικό όργιο, διαφημίζοντάς το από άμβωνος σαν απόδειξη επιτυχίας της οικονομικής πολιτικής τους. Οι τιμές των ακινήτων σκαρφάλωναν, οι 21 φόροι που συνοδεύουν τα ακίνητα γέμιζαν τα ταμεία, η ανάπτυξη έπιανε ταβάνι χάρη στην ευημερία των εργολάβων και 109 επαγγελμάτων της οικοδομής. Κι ας μην εμφανίζονταν στα συμβόλαια και στις αμοιβές τα αληθινά ποσά που πληρώνονταν.
Η οικονομία έδειχνε μεγάλη ανάπτυξη, η παραοικονομία τάιζε την αγορά και τις καταθέσεις στις τράπεζες, και οι κυβερνήσεις κοιμόντουσαν ήσυχες από την επιτυχία ΤΟΥΣ.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ούτε που έδειχνε σημάδια ανησυχίας, παρόλο που ήδη από το 2006 έβλεπε ότι τα οικονομικά της Ελλάδας μπορεί και να καταλήξουν σε κανέναν τοίχο, αφού το πλεόνασμα δεν πήγαινε στο σωστό δρόμο και η ανάπτυξη βασιζόταν περισσότερο σε ένα οικιστικό μπούμ, που μπορεί να ήταν και φούσκα. Το ΔΝΤ ανέλαβε να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου γι αυτά, ήδη από τα τέλη του 2006.
Ο επόπτης των τραπεζών, που είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, εκ του αποτελέσματος ήταν απούσα από το όργιο των δανείων. Ο πολύς κ Προβόπουλος, που ανέλαβε το ρόλο του κριτή εσχάτως, ούτε έβλεπε, ούτε διέβλεπε, ούτε έδρασε αποφασιστικά. Περιορίστηκε το 2007 και το 2008 να προειδοποιήσει την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και τον Γ Παπανδρέου ως αντιπολίτευση, ότι το έλλειμμα δεν πάει καλά και η χώρα μπορεί να αντιμετωπίσει μεγάλο πρόβλημα. Για τα δάνεια και τις τράπεζες, κουβέντα.
Σήμερα, λοιπόν, μετά από 8 χρόνια μεγάλης ταλαιπωρίας ο πληθυσμός, είτε ανήκει στους εργάτες, στους μισθωτούς, στους επαγγελματίες, έχει πληρώσει τα τρία τέταρτα από τα δισεκατομμύρια, με τα οποία μπήκαν τρείς φορές στην εντατική οι τράπεζες για να μη χρεοκοπήσουν. Από το 2011 ως και το 2015.Ως ελληνικό δημόσιο με τους φόρους τους.
Την ίδια ώρα, οι τράπεζες έχουν χάσει το 90% της αξίας τους τον τελευταίο ενάμισι χρόνο και τα κόκκινα δάνεια αυξήθηκαν από 7,7% το 2009 σε πάνω από 35% σήμερα. Ηλίου φαεινότερο ότι όταν κατέρρευσαν οι δουλειές και τα εισοδήματα κατέρρευσε και η δυνατότητα (αλλά και η προθυμία των μπαταχτσήδων) να αποπληρώνονται τα δάνεια.
Οι πολίτες, λοιπόν, έχουν πληρώσει την κρίση με την απώλεια των εισοδημάτων τους, με την απώλεια της δυνατότητας να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές υποχρεώσεις τους, με την πληρωμή για τη διάσωση των τραπεζών, και με μια φορολογία δυσανάλογη με τα πραγματικά τους εισοδήματα. Για τις ψυχολογικές επιπτώσεις να μη συζητήσουμε.
Για όλα αυτά, απειλούνται από τράπεζες, ΔΕΚΟ, εργοδότες, εφόρους και κερδοσκόπους παντοιοτρόπως. Και πυροβολούνται από μερικούς, ότι φταίνε αυτοί που δεν υπολόγισαν ότι οι υπεύθυνοι των τραπεζών δεν ήταν υπεύθυνοι αλλά επιπόλαιοι, ότι οι κυβερνήτες τους δεν ήταν υπεύθυνοι αλλά ανεύθυνοι και ότι οι δύο κεντρικές τράπεζες σε Ελλάδα και Ευρώπη δεν ήταν υπεύθυνες αλλά εφησύχαζαν επικίνδυνα.
Αν, κατά τους πυροβολούντες τον αμαθή, οι πολίτες πρέπει να πιστεύουν ότι τράπεζες, κυβερνήσεις και υπερεθνικοί θεσμοί μπορεί να είναι και επικίνδυνοι για τους πολίτες, τότε μάλλον περιττεύει η κοινοβουλευτική δημοκρατία και οι θεσμοί. Να επιστρέψουμε στη ζούγκλα της αυτοπροστασίας.
Επειδή, όμως, δεν (πρέπει να) ζούμε σε ζούγκλα, αλλά σε ευνομούμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία, δεν μπορεί να πληρώνουν μόνο οι πολίτες τα αποτελέσματα της εμπιστοσύνης τους στους κυβερνήτες και στους θεσμούς. Το δίκαιο είναι να μην πληρώνουν καθόλου κιόλας.
Γιατί, από την άλλη πλευρά, δεν είδαμε να πληρώνει κανείς από τους υπεύθυνους των τραπεζών για τις παράνομες αθρόες χορηγήσεις δανείων. Δεν είδαμε να χαμηλώνουν οι τράπεζες τις απαιτήσεις τους έναντι των δανειοληπτών στο επίπεδο που μειώθηκαν τα εισοδήματα των δανειοληπτών. Αφού τα δάνεια χορηγήθηκαν με συγκεκριμένα εισοδήματα, για την απώλεια των οποίων δεν ευθύνονται οι δανειολήπτες, αλλά το κράτος.
Και δεν είδαμε να πληρώνει κανείς από τις κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες, που ήταν υπεύθυνοι για τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν μπορεί να μένουν οι πραγματικοί υπεύθυνοι στο απυρόβλητο και, επί πλέον, να είναι αυτοί που ρυθμίζουν κι όλας τη μοίρα των θυμάτων τους πολιτών!
Οι πολίτες δεν είναι παντελώς αθώοι του αίματος. Γιατί αυτοί εκλέγουν τους κυβερνήτες τους. Αλλά, δεν μπορεί οι πολίτες να πληρώνουν με την προσωπική τους περιουσία, την προσωπική τους ψυχική υγεία και την προσωπική τους εργασία ή ανεργία και οι τράπεζες με τους κυβερνήτες να πληρώνουν με την αλλαγή διοικήσεων και την …αποδοκιμασία στις κάλπες!
Δεν μπορεί να είναι όλα μονά- ζυγά δικά τους. Νισάφι.
πηγή
Ήμασταν εδώ, σ αυτή τη χώρα, όταν με την καθιέρωση του ευρώ τα επιτόκια δανεισμού έπεσαν σε επίπεδα τέτοια που συνέφερε καθέναν να αγοράσει με δάνειο ένα σπίτι, αφού το μηνιαίο χρεολύσιο ήταν ίσο ή και μικρότερο από το νοίκι που θα πλήρωνε. Επιπλέον, θα του έμενε και το σπίτι στο τέλος ως περιουσιακό στοιχείο.
Όποιος υποστηρίζει ότι αυτή η συλλογιστική δεν ήταν απολύτως νοικοκυρίστικη δεν έχει επαφή με τις συνθήκες της τότε ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Οι μέσες απολαβές ήταν πάνω από 2.000 ευρώ για ένα πολύ μεγάλο μέρος του αστικού και αγροτικού πληθυσμού, που έκανε αποταμιεύσεις, και ένα στεγαστικό δάνειο για 100 τετραγωνικά σπίτι μπορεί να επιβάρυνε το εισόδημα κατά 800 -1.000 ευρώ το μήνα.
Αν υπολογίσει κανείς ότι το ανεκτό έξοδο για σπίτι, ενοίκιο ή δάνειο, ήταν από τη δεκαετία του 1960 στο 30% των εισοδημάτων, τα 800- 1000 ευρώ ήταν ένα πολύ λογικό ποσό για ένα ζευγάρι που τη δεκαετία του 2.000 έφερνε στο σπίτι πάνω από 4.000 ευρώ. Αυτή ήταν η μεσαία τάξη πριν τη διαλύσει η οικονομική και πολιτική διαχείριση των κυβερνήσεών της.
Η τάξη των πιο αδύναμων στρωμάτων απολάμβανε ιδιοκτησίας χάρη στα στεγαστικά προγράμματα της Εργατικής Εστίας και των κλαδικών εργασιακών Ενώσεων (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, ΟΣΕ κλπ) που έδιναν δάνεια με πολύ πιο προνομιακούς όρους στα μέλη τους.
Και επειδή οι τράπεζες είναι επιχειρήσεις και ζουν από τα δάνεια, οι διοικήσεις τους όχι μόνο ενέκριναν τα δάνεια που οι πολίτες πληρούσαν τις προϋποθέσεις, αλλά άρχισαν να δίνουν δάνεια ανεξέλεγκτα στον καθένα που πέρναγε απ έξω! Εδώ ήμασταν και το ζήσαμε.
Επιπλέον, από την αδηφαγία τους οι τράπεζες, έχοντας πρόσβαση στα τηλέφωνα σχεδόν όλων των πολιτών, από νόμιμες και μη νόμιμες πηγές, πίεζαν τους πολίτες που δεν είχαν πάρει δάνεια ή που είχαν την ευχέρεια να πάρουν κι άλλα, να τρέξουν να χρεωθούν. Κι έτσι, εκτός από τα κλασικά στεγαστικά και καταναλωτικά γεννήθηκαν κι άλλα δάνεια: Διακοποδάνεια, εκπαιδευτικά, πρόσθετου αυτοκινήτου και πάει λέγοντας.
Και τα τηλεφωνήματα έπεφταν βροχή στα σπίτια των πολιτών από τις τράπεζες, με το ίδιο τραγούδι των Σειρήνων: «Σας έχουμε εγκρίνει ένα δάνειο τόσων χιλιάδων ευρώ, ελάτε να το πάρετε». «Μα, να δω πρώτα τις προϋποθέσεις», έλεγε ο αφελής νομοταγής. «Δεν χρειάζονται προϋποθέσεις» απαντούσε η τράπεζα. «Μην ανησυχείτε, ελάτε και είναι ασφαλές». Και πήγαινε ο αφελής πολίτης και φεσωνόταν το ασφαλές δάνειο της τραπεζικής απλοχεριάς. Αφού το έλεγε η τράπεζα, γιατί να δυσπιστήσει αυτός; Ήταν δυνατό να τον εξαπατήσει η τράπεζα;
Φυσικά, ανάμεσα σ αυτούς ήταν και επιπόλαιοι πολίτες που χρεώνονταν με περισσότερα από όσα επέτρεπαν τα εισοδήματά τους. Έφταιγαν αυτοί ή οι τράπεζες που τους επέλεγαν χωρίς έλεγχο, και όταν δεν αποπλήρωναν έγκαιρα τα χρεωλήσια τους χάιδευαν;
Ταυτόχρονα μ αυτό τον εγκληματικό χορό των τραπεζών, οι κυβερνήσεις ευλογούσαν το πιστωτικό όργιο, διαφημίζοντάς το από άμβωνος σαν απόδειξη επιτυχίας της οικονομικής πολιτικής τους. Οι τιμές των ακινήτων σκαρφάλωναν, οι 21 φόροι που συνοδεύουν τα ακίνητα γέμιζαν τα ταμεία, η ανάπτυξη έπιανε ταβάνι χάρη στην ευημερία των εργολάβων και 109 επαγγελμάτων της οικοδομής. Κι ας μην εμφανίζονταν στα συμβόλαια και στις αμοιβές τα αληθινά ποσά που πληρώνονταν.
Η οικονομία έδειχνε μεγάλη ανάπτυξη, η παραοικονομία τάιζε την αγορά και τις καταθέσεις στις τράπεζες, και οι κυβερνήσεις κοιμόντουσαν ήσυχες από την επιτυχία ΤΟΥΣ.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ούτε που έδειχνε σημάδια ανησυχίας, παρόλο που ήδη από το 2006 έβλεπε ότι τα οικονομικά της Ελλάδας μπορεί και να καταλήξουν σε κανέναν τοίχο, αφού το πλεόνασμα δεν πήγαινε στο σωστό δρόμο και η ανάπτυξη βασιζόταν περισσότερο σε ένα οικιστικό μπούμ, που μπορεί να ήταν και φούσκα. Το ΔΝΤ ανέλαβε να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου γι αυτά, ήδη από τα τέλη του 2006.
Ο επόπτης των τραπεζών, που είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, εκ του αποτελέσματος ήταν απούσα από το όργιο των δανείων. Ο πολύς κ Προβόπουλος, που ανέλαβε το ρόλο του κριτή εσχάτως, ούτε έβλεπε, ούτε διέβλεπε, ούτε έδρασε αποφασιστικά. Περιορίστηκε το 2007 και το 2008 να προειδοποιήσει την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και τον Γ Παπανδρέου ως αντιπολίτευση, ότι το έλλειμμα δεν πάει καλά και η χώρα μπορεί να αντιμετωπίσει μεγάλο πρόβλημα. Για τα δάνεια και τις τράπεζες, κουβέντα.
Σήμερα, λοιπόν, μετά από 8 χρόνια μεγάλης ταλαιπωρίας ο πληθυσμός, είτε ανήκει στους εργάτες, στους μισθωτούς, στους επαγγελματίες, έχει πληρώσει τα τρία τέταρτα από τα δισεκατομμύρια, με τα οποία μπήκαν τρείς φορές στην εντατική οι τράπεζες για να μη χρεοκοπήσουν. Από το 2011 ως και το 2015.Ως ελληνικό δημόσιο με τους φόρους τους.
Την ίδια ώρα, οι τράπεζες έχουν χάσει το 90% της αξίας τους τον τελευταίο ενάμισι χρόνο και τα κόκκινα δάνεια αυξήθηκαν από 7,7% το 2009 σε πάνω από 35% σήμερα. Ηλίου φαεινότερο ότι όταν κατέρρευσαν οι δουλειές και τα εισοδήματα κατέρρευσε και η δυνατότητα (αλλά και η προθυμία των μπαταχτσήδων) να αποπληρώνονται τα δάνεια.
Οι πολίτες, λοιπόν, έχουν πληρώσει την κρίση με την απώλεια των εισοδημάτων τους, με την απώλεια της δυνατότητας να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές υποχρεώσεις τους, με την πληρωμή για τη διάσωση των τραπεζών, και με μια φορολογία δυσανάλογη με τα πραγματικά τους εισοδήματα. Για τις ψυχολογικές επιπτώσεις να μη συζητήσουμε.
Για όλα αυτά, απειλούνται από τράπεζες, ΔΕΚΟ, εργοδότες, εφόρους και κερδοσκόπους παντοιοτρόπως. Και πυροβολούνται από μερικούς, ότι φταίνε αυτοί που δεν υπολόγισαν ότι οι υπεύθυνοι των τραπεζών δεν ήταν υπεύθυνοι αλλά επιπόλαιοι, ότι οι κυβερνήτες τους δεν ήταν υπεύθυνοι αλλά ανεύθυνοι και ότι οι δύο κεντρικές τράπεζες σε Ελλάδα και Ευρώπη δεν ήταν υπεύθυνες αλλά εφησύχαζαν επικίνδυνα.
Αν, κατά τους πυροβολούντες τον αμαθή, οι πολίτες πρέπει να πιστεύουν ότι τράπεζες, κυβερνήσεις και υπερεθνικοί θεσμοί μπορεί να είναι και επικίνδυνοι για τους πολίτες, τότε μάλλον περιττεύει η κοινοβουλευτική δημοκρατία και οι θεσμοί. Να επιστρέψουμε στη ζούγκλα της αυτοπροστασίας.
Επειδή, όμως, δεν (πρέπει να) ζούμε σε ζούγκλα, αλλά σε ευνομούμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία, δεν μπορεί να πληρώνουν μόνο οι πολίτες τα αποτελέσματα της εμπιστοσύνης τους στους κυβερνήτες και στους θεσμούς. Το δίκαιο είναι να μην πληρώνουν καθόλου κιόλας.
Γιατί, από την άλλη πλευρά, δεν είδαμε να πληρώνει κανείς από τους υπεύθυνους των τραπεζών για τις παράνομες αθρόες χορηγήσεις δανείων. Δεν είδαμε να χαμηλώνουν οι τράπεζες τις απαιτήσεις τους έναντι των δανειοληπτών στο επίπεδο που μειώθηκαν τα εισοδήματα των δανειοληπτών. Αφού τα δάνεια χορηγήθηκαν με συγκεκριμένα εισοδήματα, για την απώλεια των οποίων δεν ευθύνονται οι δανειολήπτες, αλλά το κράτος.
Και δεν είδαμε να πληρώνει κανείς από τις κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες, που ήταν υπεύθυνοι για τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν μπορεί να μένουν οι πραγματικοί υπεύθυνοι στο απυρόβλητο και, επί πλέον, να είναι αυτοί που ρυθμίζουν κι όλας τη μοίρα των θυμάτων τους πολιτών!
Οι πολίτες δεν είναι παντελώς αθώοι του αίματος. Γιατί αυτοί εκλέγουν τους κυβερνήτες τους. Αλλά, δεν μπορεί οι πολίτες να πληρώνουν με την προσωπική τους περιουσία, την προσωπική τους ψυχική υγεία και την προσωπική τους εργασία ή ανεργία και οι τράπεζες με τους κυβερνήτες να πληρώνουν με την αλλαγή διοικήσεων και την …αποδοκιμασία στις κάλπες!
Δεν μπορεί να είναι όλα μονά- ζυγά δικά τους. Νισάφι.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου