Ο Γρηγόριος Φλέσσας ή Δικαίος, γνωστός ως Παπαφλέσσας, "ο μπουρλοτιέρης των ψυχών", αυτός που άναψε την φλόγα της επανάστασης με την...
απαράμιλλη ελληνοψυχία και φιλοπατρία του και έπεισε την εταιρεία να ορίσει την έναρξη της παρά τις διαφωνίες και τους δισταγμούς των μελών της που "περίμεναν την κατάλληλη ώρα". Αν δεν ήταν ο Παπαφλέσσας ακόμη θα περίμεναν.
Ο Παπαφλέσσας ήταν πανάξιος της φήμης που τον ακολουθούσε. Ο φλογερός πατριωτισμός του δεν κρυβόταν. Ο αρχιμανδρίτης που αψήφισε επειδικτικά τους αφορισμούς και τις απειλές του Πατριαρχείου, παράφορος, προκλητικός, ασταμάτητος, ξεσήκωνε τους πάντες στο πέρασμά του με τους παθιασμένους και πύρινους λόγους του.
Από τη στιγμή που έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ο Παπαφλέσσας αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην υπόθεση του εθνικού ξεσηκωμού. Δυναμικός, παρορμητικός και ενθουσιώδης, ταξίδεψε γι’ αυτόν το σκοπό στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και άλλοτε με ψέμματα και άλλοτε με αλήθειες κατάφερε να ενθουσιάσει και να παρασύρει πολλούς Έλληνες. Παπαφλέσσας και Λεβέντης κάθισαν κι έφτιαξαν το «σχέδιον γενικόν», το πρόγραμμα δράσης για το πώς θα γινόταν η επανάσταση. Όσο ακόμα πολεμούσε ο Αλή πασάς στα Γιάννενα, ο Υψηλάντης θα επαναστατούσε τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ενώ ο Παπαφλέσσας ανέλαβε τον Μοριά. Γράφει του Κολοκοτρώνη να πάει στη Μάνη, φορτώνει ένα καράβι μπαρούτι και όπλα και ξεκινάει για τη Μάνη και ο ίδιος.
Στην μυστική διάσκεψη της Βοστίτσας, ο Παπαφλέσσας ανακοίνωσε, ότι η έναρξη της επανάστασης είχε προγραμματιστεί για τις 25 Μαρτίου. Ουσιαστικά αυτός την προγραμμάτισε. Ήθελε να οριστεί η 25η Μαρτίου ως επίσημη έναρξη για να ταυτιστεί συμβολικά με την θρησκευτική εορτή και με αυτόν τον τρόπο να ξεσηκωθούν περισσότεροι Έλληνες που μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν, στην πλειοψηφία τους, προσκυνημμένοι. Η ανακοίνωση ακούστηκε σαν κεραυνός. Πρόκριτοι και αρχιερείς (ανάμεσά τους και ο Πατρών Γερμανός) αντιδρούσαν και ήθελαν να αναβληθεί η επανάσταση. Η οργή του Παπαφλέσσα, τους πήρε και τους σήκωσε. Ο διάλογος του Πατρών Γερμανού με τον φλογερό Παπαφλέσσα, που προσπαθούσε να πείσει την συνέλευση στη Βόστιτσα για την έναρξη της επανάστασης είναι χαρακτηριστικός. Γράφει για τον Παπαφλέσσα ο Πατρών Γερμανός στα απομνημονεύματά του: «Γρηγόριος τις, Δικαίος λεγόμενος, αλιτήριος, απατεών, εξωλέστατος και ασυνείδητος περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω να ερεθίσει την ταραχή (Επανάσταση) του Έθνους δια να πλουτίσει εκ των αρπαγών». Ο Παπαφλέσσας χωρίς να κάνει πίσω, οργισμένος, τους απείλησε πως θα ξεκινήσει με 2.000 Μανιάτες χωρίς αυτούς. Αναγκάστηκαν να δεχτούν.
Το πλοίο με τα πολεμοφόδια που είχε στείλει έφτασε στη Μάνη μέσα Μαρτίου. Με τέχνασμα, ο Παπαφλέσσας έπεισε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να το εκτελωνίσει. Στις 17 Μαρτίου 1821, όλα ήταν έτοιμα. Οι αγωνιστές μαζεύτηκαν στο ναό των Ταξιαρχών, στην Αρεόπολη της Μάνης, όπου έγινε δοξολογία κι ευλογήθηκαν τα λάβαρα του Αγώνα. Στις 22 Μαρτίου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τους Μούρτζινους και 2.000 άντρες έπιασε τους λόφους προς τη Σπάρτη. Ο Παπαφλέσσας με τον Αναγνωσταρά και τον Σταματελόπουλο, την άλλη πλευρά. Στις 23 Μαρτίου, οι επαναστάτες μπήκαν στην Καλαμάτα. Οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Το μεσημέρι, οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και 24 ιερείς ευλογούσαν τις σημαίες κι όρκιζαν τους αγωνιστές. Την ίδια μέρα, έπεφτε κι η Βοστίτσα. Στις 26, παραδίδονταν οι Τούρκοι στα Καλάβρυτα. Η επανάσταση είχε ξεκινήσει.
Από εκεί και πέρα, ο Παπαφλέσσας πετά τα ράσα, φορά τη στολή του πολεμιστή και πρωτοστατεί στις μάχες. Ποτέ δεν έμεινε αδρανής. Είτε ως επικεφαλής στρατιωτικών αποσπασμάτων, είτε στο πλάι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, είτε με τον Δημήτριο Υψηλάντη, πολεμούσε παράτολμα όπου υπήρχε μάχη.
Ήταν μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας, τα μέλη της οποίας υπέγραψαν, στην αρχή της επανάστασης, τον Ιερό Όρκο, να αφήσουν στην άκρη τις όποιες διαφορές τους και να πολεμήσουν μαζί για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Τον Όρκο αυτό τον ετίμησε μέχρι τέλους.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, παρά το γεγονός ότι ήταν παλιός συνεργάτης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, βρέθηκε στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Ενόσω οι Έλληνες βρίσκονταν διχασμένοι υπό τον εμφύλιο σπαραγμό, οι Οθωμανοί κάνουν νέα προσπάθεια να καταπνίξουν την επανάσταση με επικεφαλή τον τουρκοαιγύπτιο Ιμπραήμ και με τεράστια στρατιωτική δύναμη.
Μόλις πάτησε το πόδι του ο Ιμπραήμ στο Μοριά το 1825, ο Παπαφλέσσας ήταν ο πρώτος που συνήλθε και που άναψε την φλόγα της αντίστασης για μια ακόμη φορά. Πρώτος ο Παπαφλέσσας με συνεχείς του εκκλήσεις ζήτησε να δωθεί αμνηστία, να ελευθερωθεί ο Κολοκοτρώνης και όλοι οι φυλακισμένοι πολεμιστές που κρατούνταν στην Ύδρα και ενωμένος ο λαός να αντιμετωπίσει τον εισβολέα. Αλλά δεν εισακούστηκε. Οι καρέκλες, μετρούσαν περισσότερο από τον κίνδυνο. Η πρότασή του απορρίφθηκε. Μάνιασε. Ανέβηκε στο βήμα της Βουλής κι ανάγγειλε ότι θα μαζέψει 10.000 οπλοφόρους, θα αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ και ή θα πεθάνει ή θα νικήσει. Αν όμως, τα κατάφερνε, υποσχέθηκε να γυρίσει με τον στρατό του και να απελευθερώσει ο ίδιος τους φυλακισμένους.
Οι αριθμοί, δυστυχώς, δεν του βγήκαν. Είχε καταφέρει μόλις και μετά βίας να συγκεντρώσει περίπου 2.000 πολεμιστές. Ταμπουρώθηκε στο Μανιάκι, με την απόφαση να νικήσει ή να πέσει. Του φάνηκε καλή τοποθεσία για μάχη. Έβαλε να φτιάξουν πρόχειρες οχυρώσεις και περίμενε τον εχθρό. Ζήτησε από οπλαρχηγούς να στείλουν ενισχύσεις για να τον αναχαιτίσουν. Ο Παπαφλέσσας παρέμεινε στο Μανιάκι υπολογίζοντας στις ενισχύσεις που περίμενε. Ήταν τέτοια η κατάπτωση και η αδράνεια, που δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του...
Με τη θέα των ορδών του Ιμπραήμ στις 19 Μαΐου 1825, αρκετοί από τους Έλληνες καταλήφθηκαν από φόβο και διασκορπίστηκαν. Έμειναν ο Παπαφλέσσας κι άλλοι 400 προβάλλοντας ηρωική και σθεναρή αντίσταση.
Ο παπάς είχε γίνει θηρίο. Ανέβηκε σε μια πέτρα κι έβγαλε πύρινο λόγο. Είχαν κότσια και θα νικούσαν! Η μάχη άναψε στις 20 Μαΐου του 1825 και κράτησε 8 ώρες. Οι Αιγύπτιοι χιμούσαν κατά κύματα εναντίον των Ελλήνων κι αποκρούονταν. Όμως, όλο και λιγότεροι υπερασπιστές έμεναν μετά από κάθε επίθεση. Και οι Αιγύπτιοι εξακολουθούσαν να είναι χιλιάδες. Εξακόσιοι από αυτούς κείτονταν νεκροί αλλά ο Ιμπραήμ συνεχώς διέτασσε νέες επιθέσεις. Το σούρουπο, όλοι οι υπερασπιστές ήταν νεκροί, ανάμεσά τους και ο Παπαφλέσσας, παρότι πολέμησαν με υπέρμετρη γενναιότητα.
Ήταν μια άνιση μάχη από όλες τις πλευρές και έφερε στη μνήμη πολλών τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη θυσία των 300 του Λεωνίδα. Οι ενισχύσεις έφθασαν κατόπιν εορτής. Οι 1.300 άνδρες του Δημητράκη Πλαπούτα μόλις που πρόλαβαν να ρίξουν μερικές τουφεκιές, ενώ ο αδελφός του Παπαφλέσσα, Νικήτας Φλέσσας, με 700 άνδρες προτίμησε να αποσυρθεί μόλις έμαθε την καταστροφή...
Μετά το τέλος της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε από τους στρατιώτες του να αναζητήσουν και να βρουν το νεκρό σώμα του Παπαφλέσσα και διέταξε να το στήσουν όρθιο σε μια βελανιδιά που βρισκόταν εκεί. Έμεινε πολλή ώρα να κοιτά τον εχθρό του. Οταν σηκώθηκε πλησίασε το νεκρό Παπαφλέσσα, έκανε μια χειρονομία σεβασμού και θαυμασμού και τον φίλησε στον μέτωπο λέγοντας «Αμαρτία να χαθεί τούτος ο πολέμαρχος!», «Πράγματι αυτός ήτο ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν», σε ένδειξη αναγνώρισης της γενναιότητας, της ανιδιοτέλειας και του απαράμιλλου θάρρους του.
Ο Παπαφλέσσας στάθηκε ηρωικά στο Μανιάκι απέναντι στις ορδές του Ιμπραήμ σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει τους Έλληνες. Όπως και έγινε.
Ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε και διορίστηκε αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων. Δυο βδομάδες αργότερα, στις 13 Ιουνίου του 1825, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης θα σταματούσε τον Ιμπραήμ στους Μύλους, στο δρόμο από την Τρίπολη προς το Ναύπλιο. Θα ήταν η πρώτη και αποφασιστική νίκη κατά των Αιγυπτίων
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου