Όποιος έχει πολλή υπερηφάνεια είναι σκοτισμένος. Το μυαλό του είναι ανταριασμένο, είναι σαν να έχει καυσαέριο. Κάνει χοντρά σφάλματα και δεν το καταλαβαίνει...
Έχει φθάσει όμως σε τέτοια σκότιση, που, ό,τι κι αν του πεις για να τον βοηθήσεις, δεν καταλαβαίνει. Λέει ότι τον καταπιέζεις! Καταπίεση είναι αυτή;
Άντε τώρα να του βγάλεις αυτόν τον λογισμό…
Δεν είναι τρελός, αφού το μυαλό του δουλεύει. Πρέπει να καταλάβει ότι είναι άρνηση, είναι βλασφημία αυτό που λέει.
Έτσι φθάνουν σιγά-σιγά στην σατανολατρεία. Αν δεις σατανολάτρες, φαίνονται ότι είναι κυριευμένοι από τον διάβολο. Βλέπεις έναν δαιμονισμό επάνω τους. Και τα καημένα τα παιδιά τα κατευθύνουν εκεί που θέλουν αυτοί με στανικές μουσικές. Φθάνουν να επικαλούνται τον σατανά. Έχω ακούσει ότι μερικούς δίσκους «ροκ», αν τους γυρίσεις ανάποδα, θα ακούσεις τραγούδια με τα οποία επικαλούνται τον σατανά. Έχουν μέχρι και δοξολογία του σατανά: «Σ‘ εσένα αφιερώνομαι, σατανά». Φοβερό!-Δηλαδή, Γέροντα, μπορεί η υπερηφάνεια να οδηγήσει στον δαιμονισμό;
-Ναι. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος κάνει ένα σφάλμα και δικαιολογεί τον εαυτό του. Αν του πουν οι άλλοι μια κουβέντα, για να τον βοηθήσουν, λέει ότι τον αδικούν, πιστεύει ότι είναι καλύτερος από εκείνους και τους κατακρίνει. Ύστερα αρχίζει σιγά-σιγά να κρίνει τους Αγίους. Πρώτα τους νεότερους, μετά τους παλαιότερους: «Εκείνος δεν έκανε θαύματα, ο άλλος έκανε εκείνο…». Έπειτα από λίγο προχωρεί και αρχίζει να κρίνει τις Συνόδους: «και οι Σύνοδοι με τον τρόπο που αποφάσιζαν…», επομένως και οι Σύνοδοι κατά την γνώμη του δεν έχουν ακρίβεια. Και τελικά φθάνει να λέει: «Και ο Θεός γιατί το κάνει εκείνο έτσι;». Ε, όταν ο άνθρωπος φθάνει σε τέτοιο σημείο, δεν τρελαίνεται· δαιμονίζεται.
Είχε έρθει στο Καλύβι με τον πατέρα του ένας δαιμονισμένος που έλεγε ότι είναι θεός. Είχε πάει σε έναν πνευματικό έξω στον κόσμο, κι εκείνος, επειδή φοβήθηκε μήπως ο διάβολος του ορμίσει, του είπε: « Ευλόγησε με»! Τι να πεις; Τέλος πάντων! Έλεγε μετά στον πατέρα του: «Να δεις, και ο Πατήρ Παΐσιος θα παραδεχτεί ότι είμαι θεός». Βάζει στοίχημα με τον πατέρα του σε όσα χρήματα είχαν μαζί τους ότι θα τον παραδεχτώ για θεό. Μόλις άρχισα να κάνω κομποσχοίνι, τινάχθηκε όρθιος. «Τι κάνεις εσύ μ’ αυτό; φώναξε. Εγώ έχω κάνει όλες τις αμαρτίες. Έχω τον διάβολο μέσα μου και έχω θεοποιηθεί. Πρέπει να παραδεχτείς ότι είμαι θεός. Εσύ, βρε, τίποτα δεν έκανες, μου λέει. Κάνεις συνέχεια βουρ-βουρ μ’ αυτό!». έλεγε κάτι βαριές κουβέντες! Είχα αγανακτήσει. «Άντε, φύγε από ‘δω, χαμένε», του λέω. Του έδωσα ένα ξεσκόνισμα γερό. Αγρίεψε, έγινε θηρίο. Βγάζει τα χρήματα από την τσέπη του, τα πετάει στον πατέρα του: «Πάρ’ τα, λέει, έχασα το στοίχημα».
*
(από το) ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 -Αναδημοσίευση από το βιβλίο «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ τ. Γ΄»
© ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ/ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
[oodegr.com]
(αν δεν το κατεβάσουν) Συνεχίζεται
Έτσι φθάνουν σιγά-σιγά στην σατανολατρεία. Αν δεις σατανολάτρες, φαίνονται ότι είναι κυριευμένοι από τον διάβολο. Βλέπεις έναν δαιμονισμό επάνω τους. Και τα καημένα τα παιδιά τα κατευθύνουν εκεί που θέλουν αυτοί με στανικές μουσικές. Φθάνουν να επικαλούνται τον σατανά. Έχω ακούσει ότι μερικούς δίσκους «ροκ», αν τους γυρίσεις ανάποδα, θα ακούσεις τραγούδια με τα οποία επικαλούνται τον σατανά. Έχουν μέχρι και δοξολογία του σατανά: «Σ‘ εσένα αφιερώνομαι, σατανά». Φοβερό!-Δηλαδή, Γέροντα, μπορεί η υπερηφάνεια να οδηγήσει στον δαιμονισμό;
-Ναι. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος κάνει ένα σφάλμα και δικαιολογεί τον εαυτό του. Αν του πουν οι άλλοι μια κουβέντα, για να τον βοηθήσουν, λέει ότι τον αδικούν, πιστεύει ότι είναι καλύτερος από εκείνους και τους κατακρίνει. Ύστερα αρχίζει σιγά-σιγά να κρίνει τους Αγίους. Πρώτα τους νεότερους, μετά τους παλαιότερους: «Εκείνος δεν έκανε θαύματα, ο άλλος έκανε εκείνο…». Έπειτα από λίγο προχωρεί και αρχίζει να κρίνει τις Συνόδους: «και οι Σύνοδοι με τον τρόπο που αποφάσιζαν…», επομένως και οι Σύνοδοι κατά την γνώμη του δεν έχουν ακρίβεια. Και τελικά φθάνει να λέει: «Και ο Θεός γιατί το κάνει εκείνο έτσι;». Ε, όταν ο άνθρωπος φθάνει σε τέτοιο σημείο, δεν τρελαίνεται· δαιμονίζεται.
Είχε έρθει στο Καλύβι με τον πατέρα του ένας δαιμονισμένος που έλεγε ότι είναι θεός. Είχε πάει σε έναν πνευματικό έξω στον κόσμο, κι εκείνος, επειδή φοβήθηκε μήπως ο διάβολος του ορμίσει, του είπε: « Ευλόγησε με»! Τι να πεις; Τέλος πάντων! Έλεγε μετά στον πατέρα του: «Να δεις, και ο Πατήρ Παΐσιος θα παραδεχτεί ότι είμαι θεός». Βάζει στοίχημα με τον πατέρα του σε όσα χρήματα είχαν μαζί τους ότι θα τον παραδεχτώ για θεό. Μόλις άρχισα να κάνω κομποσχοίνι, τινάχθηκε όρθιος. «Τι κάνεις εσύ μ’ αυτό; φώναξε. Εγώ έχω κάνει όλες τις αμαρτίες. Έχω τον διάβολο μέσα μου και έχω θεοποιηθεί. Πρέπει να παραδεχτείς ότι είμαι θεός. Εσύ, βρε, τίποτα δεν έκανες, μου λέει. Κάνεις συνέχεια βουρ-βουρ μ’ αυτό!». έλεγε κάτι βαριές κουβέντες! Είχα αγανακτήσει. «Άντε, φύγε από ‘δω, χαμένε», του λέω. Του έδωσα ένα ξεσκόνισμα γερό. Αγρίεψε, έγινε θηρίο. Βγάζει τα χρήματα από την τσέπη του, τα πετάει στον πατέρα του: «Πάρ’ τα, λέει, έχασα το στοίχημα».
*
(από το) ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 -Αναδημοσίευση από το βιβλίο «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ τ. Γ΄»
© ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ/ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
[oodegr.com]
(αν δεν το κατεβάσουν) Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου