Φωτιά, καπνός κι αντάρα στα παράλια της Μεσογείου. Τα κουρσάρικα καράβια των Σαρακηνών οργώνουν ελεύθερα...
τα καταγάλανα νερά του Αιγαίου και σκορπούν τη συμφορά και τον όλεθρο στα δαντελωτά ακρογιάλια του.
Οι Σαρακηνοί, σαν γύπες, αράζουν όπου μυρίζονται τροφή κι ανοίγουν τις μπουκαπόρτες τους και ξερνούν ό,τι χειρότερο μπορεί να δείξει το ανθρώπινο γένος. Κορμιά μαύρα σαν το σκοτάδι, ανθρώπους θεριά, τους φοβερούς Σαρακηνούς, τη φοβέρα των παραλίων οικισμών, τη συμφορά.
Δεν έχουν τίποτα το ιερό, δεν πιστεύουν σε κανένα Θεό, γι’ αυτούς Θεός είναι το πλιάτσικο, σύντροφός τους ο μπαλτάς και το μαχαίρι, ευχαρίστησή τους το άλικο αίμα και το κρασί. Μοιάζουν πολύ τα δύο αυτά και τ’ αγαπούν εξίσου.
Ορμούν σαν πληγές του Φαραώ στις παράλιες πόλεις και τα χωριά και σκορπούν την συμφορά. Σφάζουν ανθρώπους και ζωντανά. Καίνε και ρημάζουν στο πέρασμα τους.
Την πιο μεγάλη όμως ερήμωση, την έπαθαν τα νησιά μας. Απροστάτευτα καθώς ήταν και σκορπισμένα μέσα στη γαλανή αγκαλιά του Αιγαίου, τράβηξαν πιότερο την προσοχή και τη λαιμαργία των Σαρακηνών. Οι κάτοικοι, όσοι πρόλαβαν να γλυτώνουν, τραβήχτηκαν στο εσωτερικό για να αποφύγουν τη μανία των Σαρακηνών.
Η Λέσβος, ένα από τα πιο όμορφα και πλούσια νησιά μας, υπήρξε στόχος περισσότερο των Σαρακηνών. Ίσως γιατί η πλούσια γη της και το ανεπτυγμένο εμπόριο των κατοίκων των παραθαλασσίων συνοικισμών που έκαμαν τα αρχοντικά σπίτια τους, να είναι γεμάτα από γεννήματα και πολίτικα και Βενετσιάνικα ασημικά και χρυσαφικά, ήταν ένα μεγάλο κίνητρο για τους αρπαγές.
Την εποχή εκείνη, το Βυζαντινό κράτος δεν μπορούσε να αντιδράσει και να τους χτυπήσει, επειδή είχε να κάνει με πολλούς και σπουδαιότερους εχθρούς, ίσως πάλι γιατί το νησί μεγάλο καθώς είναι, και με ακρογιαλιές, γεμάτες κολπίσκους, φυσικά λιμάνια, απόμερα, απήνεμα και ασφαλή από τα μάτια κάθε εχθρού, να έκανε τους Σαρακηνούς να το βλέπουν με περισσότερη σιγουριά και πολλές φορές σαν τόπο ανεφοδιασμού και ανάπαυλας. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα, πολλά τέτοια μέρη απόμερα, από ανθρώπους και ανέμους, με κολπίσκους και αραξοβόλια, ονομάζονται Σαρακήνα, Σαρακηνιό, Σαρακονήσι κ.λπ.. Αυτές οι τοποθεσίες δεν ήταν παρά λημεριάσματα Σαρακηνών και πήραν την ονομασία τους απ’ αυτούς.
Κατά τα τέλη του Θ΄ αιώνα και τις αρχές του ΙΑ (δηλαδή το 900 με 1000) οι Σαρακηνοί ήταν στις δόξες τους. Κανέναν δεν φοβόταν και κανείς δεν τους κυνηγούσε. Τα νησιά γι’ αυτούς ήταν τσιφλίκια τους, οπόταν τους άρεσε, έβαζαν πλώρη σ’ αυτά, έκαιαν τα χωριά, έκλεβαν, σκότωναν, ερήμωναν τον τόπο και γέμιζαν τα καράβια τους από σκλάβους και λάφυρα για τα σκλαβοπάζαρα και τις πλούσιες αγορές της Ανατολής.
Σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή, δηλαδή το 900 με 1000, η ζωντανή παράδοση του Μανταμάδου, τοποθετεί την κατασκευή της εικόνας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ με αίμα των μοναχών που σφαγιάσθηκαν από τους Σαρακηνούς. Η παράδοση είναι τόσο ζωντανή και τα γεγονότα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται πραγματικές, που θα πρέπει να έχουν άμεση σχέση με την ιστορία. Οι αιώνες δεν κατόρθωσαν στο πέρασμά τους να παραλείψουν ή να προσθέσουν κάτι στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν τις φοβερές εκείνες ημέρες.
Στη θέση «Λεσβάδος» (τοποθεσία στον Ταξιάρχη, δύο περίπου χιλιόμετρα από το Μανταμάδο), που έχει πάρει την ονομασία της από τον πρώτο κάτοικο του νησιού, υπήρχε ένα Μοναστήρι προς τιμήν των Ταξιαρχών, που η ίδρυσή του χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Οι μοναχοί του λιγοστοί, δεκαοκτώ τον αριθμό, κατά την παράδοση, το είχαν οχυρώσει με τείχη και πύργο (ο πύργος διατηρείται μέχρι σήμερα), για να αποκρούουν τις επιδρομές των Σαρακηνών. Και τα κατάφεραν πάρα πολλές φορές, σε σημείο που ο αρχιπειρατής Σιρχάν, να έχει τόσο πεισμωθεί και θυμώσει, που περισσότερο από γινάτι παρά από λεηλασία ήθελε να το κάψει.
Ήταν άνοιξη. Η μυροβόλος Λέσβος, φορώντας την καταπράσινη πλουμιστή της φορεσιά, λικνιζότανε σαν πεντάμορφη νύφη πάνω στα καταγάλανα νερά του Αιγαίου. Ο βαρύς χειμώνας πέρασε ήσυχος. Οι πειρατές, φοβούμενοι τον άγριο θυμό του Αιγαίου, που το χειμώνα είναι περισσότερο αψύς, είχαν αράξει στα λημέρια της πατρίδας τους, να γλεντήσουν τα πλιάτσικά τους, να διορθώσουν τις ζημιές και να ετοιμαστούν για τις νέες τους επιδρομές.
Οι μοναχοί, μετά από την ανάπαυλα του βαρύ χειμώνα, με τις πρώτες ανοιξιάτικες μέρες, άρχισαν τις προετοιμασίες για το Πάσχα. Τα κελιά, η μεγάλη αυλή και όλοι οι χώροι του Μοναστηριού ασπρίζονταν και έπαιρναν μια εορταστική όψη. Ο χειμώνας έκαμε τους μοναχούς να ξεχάσουν κάπως τους φοβερούς πειρατές και να μην προσέχουν όσο έπρεπε τη φρούρηση του Μοναστηριού. Η σκέψη τους ήταν περισσότερο δοσμένη στις κατανυκτικές ακολουθίες της Μ. Τεσσαρακοστής και στις προετοιμασίες για το λαμπροφόρο γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου.
Όμως οι Σαρακηνοί, με τις πρώτες γαληνές της άνοιξης, σήκωσαν πανιά για το Αιγαίο. Το κουρσάρικο του αρχιπειρατή Σιρχάν, με σηκωμένα όλα του τα πανιά, πλησίαζε τις ακρογιαλιές της Λέσβου. Είχε παρακάμψει τη Μήθυμνα με το άπαρτό της Κάστρο και έβαζε πλώρη για τη Σαρακήνα, παραλιακή τοποθεσία του Μανταμάδου, τρία τέταρτα δρόμο περίπου από το Μοναστήρι των Ταξιαρχών. Η ημέρα άρχιζε να γέρνει. Ο ανοιξιάτικος λαμπερός ήλιος κατηφόριζε για τις παραδεισένιες του πορφυρές πύλες της δύσης και αμέτρητα χρώματα είχαν απλωθεί πάνω στα καταγάλανα νερά της θάλασσας.
Πάνω στο πειρατικό του, ο αρχιπειρατής Σιρχάν κάλεσε όλο το τσούρμο του. Ήταν ένας μιγάς πελώριος, κοντά δυο μέτρα. Επί των ημερών του, όλη η Λέσβος γνώρισε τη χειρότερη ερήμωση και καταστροφή. Στάθηκε στη γέφυρα, αγριωπός. Το πρόσωπό του σου θύμιζε άρχοντα της κόλασης. Στη μύτη του και στ’ αφτιά του κρέμονταν χρυσοί κρίκοι, που έκαναν το μελαμψό πρόσωπό του περισσότερο χτυπητό και άγριο. Τα χείλη του κόκκινα και φουσκωμένα και καθώς μιλούσε φαινόταν μια σειρά μεγάλα κάτασπρα δόντια, όπλα φοβερά πολλές φορές και αυτά στη φοβερή μάχη. Το γερακίσιο του μάτι, γιατί το άλλο ήταν πάντοτε σκεπασμένο με ένα μαύρο πανί που δενόταν πίσω στ’ αριστερό του αφτί, έβγαζε σκέτη φωτιά όταν σε κοιτούσε.
Γυμνό το σώμα του από τη μέση και πάνω και το φαρδύ του στήθος το σκέπαζε κατάμαυρο σγουρό τρίχωμα. Τα χέρια του, χέρια γορίλλα, τριχωτά και γεροδεμένα, που ο μπαλτάς στα μακριά του δάκτυλα φαινόταν σα μικρό εργαλείο στα χέρια ενός τεχνίτη. Τη μέση του την έσφιγγε ένα χρωματιστό ζωνάρι, που κρατούσε σφικτά και κατακρέατα τον μπαλτά και τη σπάθα. Όταν στεριωνόταν καταμεσής στο τσούρμο του με τα πόδια του ανοιχτά, εξείχε τουλάχιστον μια σπιθαμή απ’ αυτό. Η φωνή του, ένας τηλεβόας, έκαμε σε κάθε προσταγή του το τσούρμο να ζαρώνει.
«Ακούστε με καλά», είπε με φωνή δυνατή, «τούτη τη φορά θα μπούμε μέσα στο μοναστήρι. Όλα είναι δικά σας. Κάψτε, ρημάξτε, λεηλατήστε, κάντε του κεφιού σας, εγώ θέλω μόνο το χρυσό ποτήρι που μ’ αυτό λειτουργούν οι καλόγηροι, για να πίνω το κρασί μου, όλα τα άλλα τα χρυσαφικά, ασημικά και βιος, είναι δικά σας. Όποιος λιποτακτήσει θα τον κρεμάσω από τ’ άρμενα. Αν δεν το πάρουμε και τούτη τη φορά, θα σας αφήσω στο νησί και θα σαλπάρω για να σας παλουκώσουν οι γραικοί. Δεν σηκώνει άλλη αναβολή. Τ’ ακούσατε καλά;»
Αλαλαγμοί και ξεφωνητά ήταν η καταφατική απάντηση του τσούρμου του μαύρου πειρατή. Η βροντερή του φωνή ακούστηκε πάλι, κάνοντας να σιγήσουν οι πάντες.
«Θα αράξουμε στο παλιό μας λημέρι και, όταν σκοτεινιάσει για τα καλά, θα ξεκινήσουμε για να τους ριχτούμε τα βαθιά χαράματα, που δεν θα μας περιμένουν. Προσέξτε. Δεν πρέπει να μας βρει η μέρα, θα είναι η καταστροφή μας. Γι’ αυτό δεν έχετε άλλη λύση. Ή θα το πάρουμε στα γρήγορα και θα κατηφορίσουμε στο καράβι ή θα μας πάρουν χαμπάρι οι γραικοί τριγύρω και ενωμένοι θα μας πετσοκόψουν».
Ο πανούργος αρχιπειρατής τα κανόνισε έτσι ώστε από τη μια η λαχτάρα του πλιάτσικου, από την άλλη ο φόβος να μην αργήσουν και χάσουν τη ζωή τους, τους προετοίμαζε να ενεργήσουν προσεκτικά και με φανατισμό για να επιτύχει η επιδρομή. Στο Μοναστήρι, η ζωή συνεχιζόταν κανονικά, η προσοχή των μοναχών ήταν δοσμένη στις κατανυκτικές ακολουθίες και στις προετοιμασίες. Το βράδυ της ημέρας αυτής, οι μοναχοί, όπως κάθε βράδυ μετά από το μεγάλο απόδειπνο, τραβήχτηκαν στα κελιά τους για να ησυχάσουν και να ξεκουραστούν από τον κόπο της ημέρας. Το σκοτάδι είχε για καλά αγκαλιάσει τον τόπο τριγύρω και η ησυχία που απλωνότανε ήταν απαλή και γαλήνια. Τίποτα δεν προμήνυε το κακό που θα ακολουθούσε μες στη νύχτα αυτή.
Στο λημέρι των Σαρακηνών, τελείωναν οι προετοιμασίες για την επιδρομή. Ούτε φωτιά, ούτε θόρυβος. Όλα γίνονταν μέσα στο σκοτάδι, αθόρυβα, για να μην αντιληφθεί την παρουσία τους κανένας τσομπάνος και γίνει γνωστός στους κατοίκους ο ερχομός τους. Κατά τα μεσάνυχτα ξεκίνησαν για το Μοναστήρι. Περπατούσαν σιγά, με προφύλαξη. Το παν ήταν ο αιφνιδιασμός. Τη διαδρομή των τριών τετάρτων την έκαναν περισσότερο από δυο ώρες. Δεν πήραν το μονοπάτι, αλλά μέσα από τα κτήματα και το δάσος. Έφτασαν σε λίγη απόσταση απ’ το Μοναστήρι και κρύφτηκαν στα δέντρα. Περίμεναν την κατάλληλη ώρα.
«Είναι ώρα», λέει το πρωτοπαλίκαρο του αρχιπειρατή. «Όλοι κοιμούνται, δεν θα μας πάρει κανείς χαμπέρι».
«Όχι», λέει ο αρχιπειρατής, «είναι πολύ επικίνδυνο. Μας έχουν αποκρούσει με ζημιές πολλές φορές οι καλόγεροι. Μωρέ θα τους ήθελα στο τσούρμο μου τέτοια παλικάρια που είναι. Αλλά δεν γίνεται, θα τους χτυπήσουμε όταν δεν το περιμένουν μέσα στην εκκλησιά τους τα χαράματα που θα πάν’ να λειτουργηθούν. Τώρα είναι πολύ επικίνδυνα. Θα μας βάλουν στη μέση από τα μπουντρούμια τους (κελιά) και θα μας λιανίσουν. Ξέρω εγώ. Μόνο να μη σας πάρουν είδηση, αλίμονο σας».
Οι ώρες περνούσαν με τους πειρατές έξω από το Μοναστήρι να καιροφυλαχτούν, όταν την απαλή σιγαλιά της βαθιάς αυγής την έσκισε το γλυκόηχο σήμαντρο του Μοναστηριού, που καλούσε τους μοναχούς στην ορθινή λειτουργία της προηγιασμένης. Καλά – καλά δεν είχε σταματήσει το σήμαντρο και τα βαριά βήματα των μοναχών ακούγονταν ρυθμικά πάνω στον ξύλινο εξώστη του Μοναστηρίου, που κατηφόριζαν για τον ναό. Σε λίγο και πάλι ησυχία. Όλοι οι μοναχοί είχαν συγκεντρωθεί στον ναό.
Οι πειρατές περίμεναν λίγο ακόμη και έπειτα, σιγά – σιγά, ξετρύπωσαν από την κρυψώνα τους και πλησίασαν με πολλές προφυλάξεις το τείχος του Μοναστηριού. Το πρωτοπαλίκαρο ξετύλιξε από τη μέση τον γάντζο, τύλιξε στα άγκιστρά του ένα μεγάλο πανί για να μην ακουστεί καθώς θα το πετούσε πάνω στο τείχος να γαντζωθεί, έκανε τον γάντζο να γυρίσει μερικές φορές γύρω από το σώμα του και τον πέταξε με δύναμη και τέχνη πολύ ψηλά και ίσια στην πλάτη του τείχους. Τράβηξε το σχοινί για να διαπιστώσει ότι έπιασε καλά, γύρισε, έκανε νόημα στον αρχιπειρατή και άρχισε να ανεβαίνει με προσοχή.
Στο νόημα του πειρατή έτρεξαν όλοι στη μεγάλη καστρόπορτα του Μοναστηριού, που το πρωτοπαλίκαρο θα άνοιγε από μέσα. Σε λίγο ο πειρατής με τον γάντζο βρισκόταν στην αυλή και, προστατευόμενος από το βαθύ σκοτάδι, σύρθηκε ως την πόρτα και, τραβώντας το μεγάλο σύρτη, την άνοιξε. Σαν δαίμονες της κόλασης, οι πειρατές όρμησαν με αλαλαγμούς μέσα στο Μοναστήρι και μπήκαν στην εκκλησιά. Οι μοναχοί τα έχασαν και, πριν προλάβουν να συνέλθουν, πέθαιναν σφαγμένοι από τους μπαλτάδες των Σαρακηνών.
Ο Γαβριήλ, το δόκιμο καλογεροπαίδι που βρισκόταν στο Ιερό του Ναού, βοηθώντας τον ηγούμενο στα λειτουργικά του καθήκοντα, συνήλθε κάπως γρηγορότερα και, ανοίγοντας το στενό παράθυρο του Ιερού, αναρριχήθηκε στη σκεπή του Ναού. Όμως οι κινήσεις του δεν ξέφυγαν από τα μάτια των Σαρακηνών, που, φοβούμενοι μην τρέξει και ειδοποιήσει τριγύρω τους συνοικισμούς, βγήκαν έξω να τον κυνηγήσουν. Μερικοί κατόρθωσαν να μισοανεβούν στη σκεπή με κάτι σκάλες που είχαν αφήσει οι μοναχοί αποβραδίς, ασβεστώνοντας τους τοίχους του Μοναστηριού.
Αλλά, Κύριε των δυνάμεων! Ένας άνεμος και μια βουή ακούστηκε απ’ τη σκεπή του Ναού, η οποία μετατράπηκε σε φουρτουνιασμένο πέλαγος και πάνω στ’ ασπρισμένα κύματα ένας πελώριος στρατιώτης, αγριωπός, με σπάθα που έβγαζε φωτιές, κινούσε καταπάνω στους πειρατές. Οι τρίχες της κεφαλής των πειρατών σηκώθηκαν σαν βελόνες και με άναρθρες φωνές, αφήνοντας όπλα και κλοπιμαία, ξεχύθηκαν στον κατήφορο.
Ο μοναχός, βλέποντας το μεγάλο αυτό θαύμα να τον σώζει, έχασε τις αισθήσεις του. Όταν συνήλθε, γλυκοχάραζε. Στην αρχή τα είχε χαμένα. Μα τι συνέβη; αναρωτήθηκε. Σιγά σιγά όμως άρχισαν να έρχονται στον νου του όλες οι φοβερές εικόνες που διαδραματίστηκαν προ ολίγου. Όταν αναλογίστηκε τα συμβάντα, σταυροκοπήθηκε τραυλίζοντας το απολυτίκιο των Ταξιαρχών. Κατέβηκε έπειτα κάτω και μπήκε στον ναό. Το αίμα του πάγωσε βλέποντας όλους τους συντρόφους του σφαγμένους. Το σώμα του κέρωσε και τα πόδια του έμειναν καρφωμένα στο δάπεδο. Έμεινε στη θέση αυτή πολλή ώρα με τα μάτια του ορθάνοιχτα και τρομαγμένα. Ο ιερός χώρος του ναού, που πριν από λίγο ευωδίαζε από το θυμίαμα και τον ζωντάνευαν οι ψαλμωδίες των μοναχών, τώρα έμοιαζε με κοιμητήρι. Ένα απαλό χάϊδεμα της πρωινής αύρας, που τρύπωσε αθόρυβα απ’ το ανοιχτό παράθυρο που είχε αφήσει ο μοναχός στην προσπάθειά του να σωθεί τον συνέφερε. Κοίταξε τριγύρω του, σαν να ξυπνούσε εκείνη τη στιγμή, και έπειτα έτρεξε με αγωνία και γονάτισε στον καθένα αιμόφυρτο σύντροφό του με την ελπίδα ότι θα έβρισκε έστω και έναν ζωντανό. Οι ελπίδες του όμως διαψεύστηκαν. Οι μοναχοί, όλοι, ήταν άψυχοι.
Με ξεχειλισμένη την ψυχή του από θλίψη για τον χαμό των συντρόφων του και τη σκέψη του θολή από τα συμβάντα, ξαναχάνει τις αισθήσεις του. Κρατήθηκε όμως την τελευταία στιγμή με πείσμα. Έσυρε τα βήματά του στο εικονοστάσι του Αρχαγγέλου και σχεδόν κρεμάστηκε σ’ αυτό με τα δύο του χέρια γαντζωμένα στις γωνιές του. Σήκωσε με κόπο τη ματιά του στην εικόνα του Αρχαγγέλου και νοερά ζήτησε βοήθεια και φώτιση.
Το τρεμουλιαστό, ιλαρό φως των κανδηλιών, χάιδευε κυματιστά το πρόσωπο του Αγίου. Ένιωσε κάτι ισχυρό να διαπέρνα όλο του το είναι, να τον δυναμώνει. Μέσα από τις κυματιστές σκιές της εικόνας, σιγά σιγά τα μάτια του έβλεπαν το πρόσωπο του Αρχαγγέλου, ένα πρόσωπο! Θεέ μου! Αέρινο, ζωντανό, υπερκόσμιο!
«Ταξιάρχη μου, Ταξιάρχη μου», σχεδόν κραύγασε. «Τις ψυχές των αδελφών μου μοναχών πάρε στα χέρια Σου εσύ και παν πλημμέλημα ή ανόμημα τον Κύριο παρακάλεσε να συγχωρήσει».
Το πρόσωπο του Αρχαγγέλου γλύκανε. Ω τι θεϊκή γλύκα! Άρχισε να γαληνεύει και η δική του ψυχή. Αχ, να μπορούσε να απεικονίσει κάπου την εξαίσια αυτή μορφή. Να την κάνει εικόνα. Όμως δεν γνώριζε από αγιογραφία και ούτε καν τα στοιχειώδη υλικά δεν είχε για μια τέτοια εργασία.
«Γιατί; Γιατί; Ταξιάρχη μου να μη μπορώ ο αμαρτωλός;», μονολογούσε.
Έσφιξε με απόγνωση τα δάκτυλά του σφιχτά και ένιωσε τα νύχια του να χώνονται στις σάρκες του. Πόνεσε, άνοιξε τα δάκτυλα του, κοίταξε μέσα στην παλάμη του. Πάνω στη λευκή επιδερμίδα, δύο-τρεις σταγόνες αίμα σαν ρουμπινένιες μικρές χάντρες. Τις κοίταξε αφηρημένα και απότομα, σαν να ανακάλυπτε κάτι το σπουδαίο, κάτι το συγκλονιστικό, φώναξε:
«Αίμα, Αίμα. Αυτό είναι. Ευχαριστώ, Ταξιάρχη μου, ευχαριστώ». Και αφού έκανε το σημείο του Σταυρού, βιαστικά, σαν σίφουνας, όρμησε έξω από το Ναό, ανηφόρησε τις σκάλες και χώθηκε στο κελάρι του. Σε λίγο έβγαινε βιαστικά κρατώντας μια πήλινη λεκάνη και έναν σπόγγο. Μπήκε στον ναό. Εκεί, με μεγάλη προσοχή και ευλάβεια, άρχισε να συγκεντρώνει το αίμα των μοναχών μέσα στη λεκάνη, μουρμουρίζοντας:
«Σ’ ευχαριστώ Ταξιάρχη μου, σ’ ευχαριστώ που με φώτισες και μ’ έδειξες τον τρόπο». Και αποτεινόμενος στους νεκρούς του συντρόφους:
«Αγαπημένοι μου αδελφοί, το αίμα σας δεν θα πάει χαμένο. Μ’ αυτό θα φτιάξω την εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ, για να τον ευχαριστήσω από μέρους σας, που μεταφέρει στα άγια Του χέρια, τις ψυχές σας στον Δημιουργό».
Όταν τελείωσε την περισυλλογή του αίματος, βγήκε πάλι από τον ναό για να γυρίσει σε λίγο έχοντας μέσα σε μια μεγάλη χωμάτινη κούπα ψιλοκοσκινισμένο ασπρόχωμα. Την έθεσε κοντά στη λεκάνη με το αίμα, ανασηκώθηκε, έφερε τα βήματά του κοντά στο εικονοστάσι του Αρχαγγέλου, έκανε τρεις μετάνοιες, ασπάσθηκε την εικόνα και είπε:
«Αρχάγγελέ μου, σε παρακαλώ, βοήθησέ με. Ξέρεις ότι δεν έχω ιδέα από τέτοιου είδους εργασίες και, αν το αποφάσισα, ήταν με τη δική σου φώτιση. Σε παρακαλώ, σε ικετεύω, κράτησέ μου τα χέρια».
Έκανε και πάλι τον σταυρό του, έσκυψε πάνω στις δύο κούπες και άρχισε να πλάθει πηλό με το αίμα των μοναχών και το ασπρόχωμα. Σε λίγο η μεγάλη χωμάτινη λεκάνη είχε γεμίσει από ένα σκούρο ροδακινόχρωμο πηλό.
Ο μοναχός ανασηκώθηκε, έστρεψε το πρόσωπο του ψηλά, ζήτησε τη βοήθεια του Αγίου Θεού και του Αρχαγγέλου Του, Μιχαήλ, έκανε τον σταυρό του και άρχισε με τρεμάμενα χέρια να φιλοτεχνεί την εικόνα του Αρχαγγέλου. Με τις πρώτες κινήσεις άρχισε να ζει ζωηρά τα γεγονότα της σκεπής. Τα τρεμάμενα, στην αρχή, χέρια του άρχισαν να γίνονται σταθερά, να δουλεύουν με σιγουριά, ταχύτητα και χάρη, λες και κάποια αόρατη δύναμη τα βοηθούσε. Το πρόσωπο του Αρχάγγελου της σκεπής, το αγριωπό μα και θεϊκό μαζί, ήταν θαρρείς μπροστά του, ολοζώντανο, με κάθε λεπτομέρεια. Αυτό τον βοηθούσε να ανατυπώνει τα χαρακτηριστικά του πάνω στον αιματοπότιστο πηλό με μεγάλη ευχέρεια.
Πέρασε πολλή ώρα εργαζόμενος κι, όταν σταμάτησε για λίγο και κοίταξε από κάποια απόσταση το έργο του, έμεινε κατάπληκτος από την απόλυτη ομοιότητα των χαρακτηριστικών του Αρχαγγέλου της σκεπής. Κοίταξε έπειτα τη χωμάτινη λεκάνη και τότε συνειδητοποίησε ότι ο πηλός είχε μείνει ελάχιστος. Θεέ μου! Και δεν είχε φτιάξει παρά το πρόσωπο του Αγίου, τις φτερούγες Του και την πύρινη ρομφαία. Πάνω στην ένταση και την προσπάθεια ν’ απαθανατίσει τα χαρακτηριστικά του Αγίου, δεν πρόσεξε το υλικό του πηλού που λιγόστευε. Να χαλάσει ό,τι έφτιαξε και να ξαναρχίσει από την αρχή; Αδύνατον. Δεν ήταν πια βέβαιος ότι θα πετύχαινε αυτό που τώρα εμπρός του καμάρωνε ευχαριστημένος.
Μα τότε; Έσκυψε, πήρε τον υπόλοιπο πηλό, και όπως ακριβώς ένα άπειρο παιδί ζωγραφίζει σε χαρτί ένα ανθρώπινο σώμα, σχεδιάζοντας τον κορμό, τα χέρια και τα πόδια του ανθρώπου, με μια μόνο χονδρή κοντυλιά, έτσι και κείνος με τον λίγο πηλό που του έμεινε, σχεδίασε το υπόλοιπο σώματος Αρχαγγέλου, πολύ άτεχνο μεν από το λαιμό και κάτω, αλλά ολοκληρωμένο. Το βλέπουμε και σήμερα όταν ανοίξουμε το ασφαλισμένο κουβούκλιο του Αρχαγγέλου που κρύβει το υπόλοιπο σώμα Του.
Πολλές εκατοντάδες χρόνια πέρασαν από τότε που η ανάγλυφη εικόνα του Αρχαγγέλου με το σκούρο αιμάτινο χρώμα της παραμένει αναλλοίωτη, ζωντανή, μακριά από τον νόμο της φθοράς και του χρόνου. Μακριά από τη φθορά του ασπασμού χιλιάδων πιστών που κάθε χρόνο κατακλύζουν τον Ιερό Ναό Του και χαϊδεύουν και σκουπίζουν πολλές φορές με βαμβάκι (!) τον ιδρώτα του προσώπου Του και τα δάκρυά Του. Ακόμη δε επικολλούν στο μέτωπο και στα μάγουλά του νομίσματα μεταλλικά παντός είδους, τα οποία σημαδεύουν το πρόσωπό Του, αλλά τα σημάδια αυτά εξαλείφονται έπειτα. Όλα αυτά είναι αρκετά να πείσουν κάθε χριστιανό, με πόση χάρη, αγάπη και ενδιαφέρον αγκαλιάζει ο Αρχάγγελος Μιχαήλ τη χειροποίητη ανάγλυφη εικόνα Του.
«Πάντας τοὺς τὴν θείαν καὶ σεπτήν, Σοῦ ἀσπαζόμενους εἰκόνα, Μιχαὴλ Μέγιστε Πάσης ἀπολύτρωσαι ὀργῆς καὶ θλίψεως καὶ θανάτου ἀπάλλαξον, πικροῦ αἰφνιδίου, καὶ δεινῆς κακώσεως, σοφὲ Ταξίαρχε, ὅπως προστασίαις Σου θείαις, πάντοτε σῳζόμενοι πόθῳ, τὸ σεπτόν Σου ὄνομα γεραίρομεν».
+ Πρωτοπρεσβύτερος Ευστράτιος Δήσσος
Ιερατικός Προϊστάμενος
Ιερού Ναού Παμμεγίστων Ταξιαρχών
Μανταμάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου