Βούρκωσε αμέτρητες φορές στη διάρκεια της κουβέντας μας. Κι όταν βλέπεις αυτά τα τεράστια πράσινα μάτια να υγραίνονται, δεν μπορείς παρά να....
κλάψεις κι εσύ. Όχι μόνο για την απόγνωση ενός 19χρονου κοριτσιού που έχει εγκλωβιστεί σ’ αυτή τη χώρα αλλά και τη δική σου, που δεν έχεις τι να προτείνεις για να του μαλακώσεις -έστω- τον πόνο.
Παρασκευή, 6 Σεπτεμβρίου 2019. Είναι η πρώτη μέρα της νέας σχολικής χρονιάς, της τελευταίας για την Alaa που φοιτά στο Πρακτικό της Γ’ Λυκείου Αποστόλου Βαρνάβα και είναι χαρούμενη που έχει φτάσει -επιτέλους- η χρονιά της αποφοίτησής της. Μπαίνει με χαμόγελο στο προαύλιο του σχολείου και λέει την καλημέρα της στον καινούριο διευθυντή, που υποδέχεται έναν προς έναν τους μαθητές. «Είσαι μαθήτρια εσύ;», τη ρωτά ο Λοΐζος Σέπος και η Alaa απαντά καταφατικά. Η απάντηση δεν ικανοποιεί τον διευθυντή, ο οποίος θεωρεί ότι η μαντήλα που καλύπτει το κεφάλι της Alaa -την οποία φορούσε και τις δύο προηγούμενες χρονιές- «παραβιάζει» τους σχολικούς κανονισμούς και αποφασίζει να τη διώξει από το σχολείο και να τη στείλει στο σπίτι, για να βγάλει τη μαντήλα και να επιστρέψει. Η Alaa φεύγει σοκαρισμένη κι επιστρέφει στο σχολείο με τον πατέρα της, για να δεχθεί νέα ρατσιστική επίθεση από τον κ. Σέπο ενώπιον καθηγητών και μαθητών...
«Είχα ακούσει πολύ βαριές κουβέντες εκείνη τη μέρα. Ότι οι χριστιανοί δεν έκαναν ποτέ κακό στον κόσμο, ότι όλοι οι πόλεμοι ξεκίνησαν από μουσουλμάνους. Ότι θα γεμίσουμε τα σχολεία με μαντήλες και θα επιβάλουμε τα δικά μας ήθη και έθιμα. Προσπάθησα να εξηγήσω ότι η μαντήλα είναι θρησκευτικό σύμβολο και είναι επιλογή μου να τη φορώ. Είπε ότι ούτε σταυρό δεν αφήνει τους μαθητές να φορούν. Κατανοώ το θέμα που είχε θέσει, αρχικά, με τους σχολικούς κανονισμούς. Αλλά, θα μπορούσε να μου το εξηγήσει με καλύτερο τρόπο, καλώντας με στο γραφείο του. Το σχολείο είναι, ίσως, ο σημαντικότερος χώρος για τη μετάδοση μηνυμάτων αγάπης, αλληλεγγύης, σεβασμού και αποδοχής. Μέσα από το περιστατικό της συγκεκριμένης μέρας, όμως, ένιωσα να καλλιεργείται ο ρατσισμός και η μη αποδοχή της διαφορετικότητας». Ταράζεται και μελαγχολεί κάθε φορά που θυμάται το συγκεκριμένο περιστατικό η 19χρονη Alaa, ακόμα και σήμερα που έχει αποφοιτήσει ήδη από το λύκειο.
Όταν τη συνάντησα μου είχε πει πως μετά από εκείνη τη μέρα δεν ήθελε να ξαναπάει σχολείο. Μάλιστα, το είχε αναφέρει και στον ίδιο τον υπουργό Παιδείας όταν την είχε πάρει τηλέφωνο. «Η σχολική χρονιά έχει τελειώσει για μένα», του είπε χαρακτηριστικά. Μετά τη μετακίνηση του Λοΐζου Σέπου από το Λύκειο Αποστόλου Βαρνάβα, η Alaa πίστευε πως αν πήγαινε πίσω στο σχολείο θα «στιγματιζόταν» ως η αιτία μετακίνησης του διευθυντή. Θυμάται ότι έκλαιγε πάρα πολύ εκείνη την πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς, ότι μόνο οι μαθητές την είχαν στηρίξει αλλά κανείς απ’ τους καθηγητές που ήταν μπροστά στο περιστατικό. Ότι είχε κουραστεί να απαντάει τηλεφωνήματα γνωστών και αγνώστων. Ότι πείστηκε, τελικά, μετά από παρότρυνση του υπουργού Παιδείας να επιστρέψει στο σχολείο και να ολοκληρώσει την τελευταία της χρονιά. Την πιο δύσκολη και επίπονη της μαθητικής της ζωής. «Θέλω να πάω πίσω στη χώρα μου», μου λέει και βουρκώνει ξανά. «Πάντα σκεφτόμουν ότι μόλις μου δοθεί η ευκαιρία, θα ήθελα να πάω πίσω στη Συρία. Μετά το επεισόδιο με τον κ. Σέπο και τις αντιδράσεις που είχα δει στο Facebook από τον κόσμο, αυτή η επιθυμία έγινε ακόμα πιο έντονη. Μου λείπουν τα πάντα από τη χώρα μου. Οι συγγενείς μου, οι φίλοι μου, η ζωή που είχα εκεί. Η συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω μου, μου υπενθυμίζει συνεχώς ότι δεν ανήκω σ’ αυτή τη χώρα. Κι ότι θα αισθάνομαι πάντα ξένη…».
Κι ας έχει γεννηθεί εδώ, πολύ πριν ξεκινήσει ο πόλεμος στη Συρία. Οι γονείς της είχαν έρθει για πρώτη φορά στην Κύπρο το 1997. Ο πατέρας της, ξυλουργός στο επάγγελμα, δούλευε για μια εταιρία επίπλων στην Κοκκινοτριμιθιά. Έμαθε τη γλώσσα, έχτισε φιλίες και πάλευε να συντηρήσει την οικογένειά του. Όταν τα μεγαλύτερα αδέλφια της Alaa είχαν φτάσει σε ηλικία που έπρεπε να γραφτούν σε δημοτικό σχολείο, η μητέρα της θεώρησε σωστό να τους πάρει στη Συρία για να φοιτήσουν εκεί. Τότε, η ίδια ήταν μόλις ενός έτους. Ο πατέρας της είχε μείνει πίσω στην Κύπρο και τους επισκεπτόταν μόνο δυο φορές τον χρόνο.
«Ήταν όμορφα τα παιδικά μου χρόνια στη Συρία. Νοσταλγώ πολύ εκείνες τις εποχές. Προλάβαμε να ζήσουμε ειρηνικές μέρες. Το σπίτι μας ήταν σ’ ένα χωριό λίγο έξω από τη Δαμασκό και είχαμε μια κανονική ζωή. Κάποια στιγμή η μητέρα μου είχε ζητήσει από τον πατέρα μου να επιστρέψει στη Συρία για να μην είναι μακριά μας. Ήρθε, τελικά, κι άνοιξε ένα μικρό σουπερμάρκετ, μέχρι που ξεκίνησαν οι πρώτες πολεμικές συγκρούσεις κι αναγκαστήκαμε να μετακομίσουμε πάλι στην Κύπρο. Τότε, πιστεύαμε ότι θα ερχόμαστε εδώ για κάνα δίμηνο, όσο διαρκεί περίπου η βίζα που μας είχε παραχωρηθεί. Λέγαμε, “να ηρεμήσουν τα πράγματα στη Συρία και να πάμε πίσω στο σπίτι μας”, γι’ αυτό και δεν φροντίσαμε να πάρουμε μαζί μας σημαντικά έγγραφα. Ήταν, θυμάμαι, η περίοδος που άνοιγαν τα σχολεία. Είχα πάει την πρώτη μέρα στο σχολείο μου στη Συρία, πήρα τα βιβλία μου και δεν επέστρεψα ποτέ πίσω. Τη δεύτερη μέρα είχαν κλείσει λόγω βομβαρδισμών, έτσι εκείνα τα βιβλία τα έφερα μαζί μου στην Κύπρο. Εδώ φτάσαμε αεροπορικώς, τέλη Σεπτεμβρίου του 2011 και φιλοξενηθήκαμε, αρχικά, σε ένα σπίτι στο Τρόοδος, που ανήκε στον εργοδότη του πατέρα μου. Κάτσαμε εκεί κάνα μήνα, μέχρι να βρούμε άλλο σπίτι να νοικιάσουμε στη Λευκωσία, ώστε να μπορούμε να πηγαίνουμε και σχολείο. Με είχαν γράψει στη Δ’ Δημοτικού, αλλά ξεκίνησα στο μέσο της χρόνιας, όπως και τα αδέλφια μου που φοιτούσαν στη Γ’ Γυμνασίου. Σήμερα, είμαστε έξι αδέλφια. Τα δύο μικρότερα από μένα γεννήθηκαν στη Σύρια, ενώ η τελευταία αδελφή μας (που είναι 2 χρονών σήμερα) γεννήθηκε στην Κύπρο, όπως εγώ και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου. Κανείς απ’ τους τέσσερις μας, όμως, δεν έχει κυπριακή υπηκοότητα. Θυμάμαι πόσο πολύ έκλαιγε η μητέρα μου, όταν έληξε η βίζα μας και έπρεπε να κάνουμε αίτηση για άσυλο, επειδή η κατάσταση στη Συρία είχε χειροτερέψει πολύ και δεν είχαμε άλλη επιλογή. Δεν ήθελε να μείνουμε εδώ. Ήξερε πως αν κάναμε αίτηση για άσυλο, δεν θα μπορούσαμε να πάμε πίσω στη Συρία. Και είχε απόλυτο δίκαιο…».
Η Alaa θα με κοιτάξει με εκείνα τα τεράστια υγρά πράσινα μάτια της και θα μου πει με παράπονο πως και η ίδια -αν είχε επιλογή, τότε που οι γονείς της αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν τη Συρία- θα προτιμούσε να έμενε στη χώρα της, όσο δύσκολες κι αν ήταν οι συνθήκες εκεί. «Παρακαλώ κάθε μέρα να γίνουν καλύτερα τα πράγματα, για να μπορέσουμε να επιστρέψουμε». Ακόμη κι αν σου δινόταν η κυπριακή υπηκοότητα Alaa; «Ναι», θα μου απαντήσει. Η κυπριακή υπηκοότητα δεν θα αλλάξει τη νοσταλγία για τη χώρα της, ούτε θα τη βοηθήσει να αισθανθεί ότι «ανήκει» σ’ αυτόν τον τόπο. Θα της ανοίξει, όμως, την πόρτα για σπουδές στο εξωτερικό ή θα της δώσει την ευχέρεια μια φοιτητικής χορηγίας για σπουδές στην Κύπρο – κάτι που δεν μπορεί να διεκδικήσει σήμερα, ως πρόσφυγας.
Μου λέει ότι θέλει να σπουδάσει ακτινολόγος και να ανοίξει τη δική της δουλειά. Αλλά αυτή η ειδικότητα προσφέρεται μόνο σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο στην Κύπρο και τα δίδακτρα κοστίζουν πολύ. Ψάχνει να βρει μια δουλειά για τους καλοκαιρινούς μήνες, να μαζέψει κάποια χρήματα για να μπορέσει να ξεκινήσει τις σπουδές της. «Έχω κάνει πάρα πολλές αιτήσεις, αλλά κανείς δεν εργοδοτεί ένα κορίτσι με μαντήλα. Το γνωρίζω και από τη μεγαλύτερη αδελφή μου, που πέρασε κι αυτή τα ίδια. Είχε ξεκινήσει να σπουδάζει φαρμακοποιός σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο, αλλά το παράτησε λόγω οικονομικών δυσκολιών. Είμαστε μεγάλη οικογένεια και δεν θα ήθελα να επιβαρύνω περισσότερο τους γονείς μας».
Τη ρωτώ αν θα αφαιρούσε ποτέ τη μαντήλα, μόνο και μόνο για να διευκολύνει τη ζωή της. «Έβαλα τη μαντήλα στη Β’ Γυμνασίου. Σε εκείνη την ηλικία μπορεί να σκεφτεί και να αποφασίσει ένα κορίτσι αν θέλει να φορέσει ή όχι τη μαντήλα. Δεν είναι υποχρεωτική, όπως νομίζουν πολλοί. Εγώ την επέλεξα, γιατί μου αρέσει. Νιώθω καλύτερα όταν τη φορώ. Μπορεί σε κάποιους να δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα η μαντήλα, όμως, για μένα αντιπροσωπεύει κάτι καλό. Έχω φίλες μουσουλμάνες που δεν φοράνε μαντήλα, για δικούς τους λόγους. Εγώ ήθελα να φορώ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καταπιέζομαι. Θυμάμαι, μετά το περιστατικό στο σχολείο με ρωτούσαν πολλοί: “Αν βγάλεις τη μαντήλα θα σε σκοτώσουν οι γονείς σου; Αν πας στη χώρα σου με κοντή φούστα θα σε τιμωρήσουν;”. Αυτά συμβαίνουν ίσως σε κάποιες χώρες της Σαουδικής Αραβίας, όχι πλέον στη Συρία. Στη Συρία, πριν από τον πόλεμο, ζούσαν αρμονικά μουσουλμάνοι, χριστιανοί και Εβραίοι, χωρίς να κοιτάζει ο ένας τον άλλον περίεργα και καχύποπτα. Στο σχολείο, παρόλο που πήρα απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, ωστόσο, έμενα στην τάξη και το παρακολουθούσα. Και συνειδητοποίησα ότι σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν κοινά στοιχεία. Ένας καλός χριστιανός είναι καλός άνθρωπος και δεν κάνει διακρίσεις. Το ίδιο ισχύει και για έναν καλό μουσουλμάνο. Αναγνωρίζω ότι έχουν έρθει πάρα πολλοί πρόσφυγες στην Κύπρο και έχουν ζορίσει κάπως τα πράγματα, όμως, είμαστε όλοι άνθρωποι και πρέπει να νοιαζόμαστε ο ένας τον άλλον. Υπάρχει κόσμος που δεν επέλεξε να είναι εδώ. Που δεν ήρθε με την προοπτική να μείνει εδώ για πάντα. Στη Συρία ήμουν ευτυχισμένη, εδώ όχι. Και δεν ευθύνεται η μαντήλα γι’ αυτό. Έμαθα τη γλώσσα, προσπαθώ να είμαι όσο πιο κοινωνική μπορώ με τους ανθρώπους, έχω φίλους, βγαίνουμε για καφέ, αλλά μέσα μου νιώθω ξένη. Ακόμη και χωρίς μαντήλα, το ίδιο θα νιώθω…».
Τα μάτια της παραμένουν βουρκωμένα και μπορώ να καταλάβω το γιατί. Τα έχω συναντήσει ξανά σε ανθρώπους σαν την Alaa. Ανθρώπους που έχουν εγκλωβιστεί εδώ και δεν ξέρουν πια σε τι να ελπίζουν. Ανθρώπους που η προσφυγιά τούς έχει στερήσει το δικαίωμα ενός καλύτερου αύριο και μιας ζωής δίχως διακρίσεις.
Κι ας έχει γεννηθεί εδώ, πολύ πριν ξεκινήσει ο πόλεμος στη Συρία. Οι γονείς της είχαν έρθει για πρώτη φορά στην Κύπρο το 1997. Ο πατέρας της, ξυλουργός στο επάγγελμα, δούλευε για μια εταιρία επίπλων στην Κοκκινοτριμιθιά. Έμαθε τη γλώσσα, έχτισε φιλίες και πάλευε να συντηρήσει την οικογένειά του. Όταν τα μεγαλύτερα αδέλφια της Alaa είχαν φτάσει σε ηλικία που έπρεπε να γραφτούν σε δημοτικό σχολείο, η μητέρα της θεώρησε σωστό να τους πάρει στη Συρία για να φοιτήσουν εκεί. Τότε, η ίδια ήταν μόλις ενός έτους. Ο πατέρας της είχε μείνει πίσω στην Κύπρο και τους επισκεπτόταν μόνο δυο φορές τον χρόνο.
«Ήταν όμορφα τα παιδικά μου χρόνια στη Συρία. Νοσταλγώ πολύ εκείνες τις εποχές. Προλάβαμε να ζήσουμε ειρηνικές μέρες. Το σπίτι μας ήταν σ’ ένα χωριό λίγο έξω από τη Δαμασκό και είχαμε μια κανονική ζωή. Κάποια στιγμή η μητέρα μου είχε ζητήσει από τον πατέρα μου να επιστρέψει στη Συρία για να μην είναι μακριά μας. Ήρθε, τελικά, κι άνοιξε ένα μικρό σουπερμάρκετ, μέχρι που ξεκίνησαν οι πρώτες πολεμικές συγκρούσεις κι αναγκαστήκαμε να μετακομίσουμε πάλι στην Κύπρο. Τότε, πιστεύαμε ότι θα ερχόμαστε εδώ για κάνα δίμηνο, όσο διαρκεί περίπου η βίζα που μας είχε παραχωρηθεί. Λέγαμε, “να ηρεμήσουν τα πράγματα στη Συρία και να πάμε πίσω στο σπίτι μας”, γι’ αυτό και δεν φροντίσαμε να πάρουμε μαζί μας σημαντικά έγγραφα. Ήταν, θυμάμαι, η περίοδος που άνοιγαν τα σχολεία. Είχα πάει την πρώτη μέρα στο σχολείο μου στη Συρία, πήρα τα βιβλία μου και δεν επέστρεψα ποτέ πίσω. Τη δεύτερη μέρα είχαν κλείσει λόγω βομβαρδισμών, έτσι εκείνα τα βιβλία τα έφερα μαζί μου στην Κύπρο. Εδώ φτάσαμε αεροπορικώς, τέλη Σεπτεμβρίου του 2011 και φιλοξενηθήκαμε, αρχικά, σε ένα σπίτι στο Τρόοδος, που ανήκε στον εργοδότη του πατέρα μου. Κάτσαμε εκεί κάνα μήνα, μέχρι να βρούμε άλλο σπίτι να νοικιάσουμε στη Λευκωσία, ώστε να μπορούμε να πηγαίνουμε και σχολείο. Με είχαν γράψει στη Δ’ Δημοτικού, αλλά ξεκίνησα στο μέσο της χρόνιας, όπως και τα αδέλφια μου που φοιτούσαν στη Γ’ Γυμνασίου. Σήμερα, είμαστε έξι αδέλφια. Τα δύο μικρότερα από μένα γεννήθηκαν στη Σύρια, ενώ η τελευταία αδελφή μας (που είναι 2 χρονών σήμερα) γεννήθηκε στην Κύπρο, όπως εγώ και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου. Κανείς απ’ τους τέσσερις μας, όμως, δεν έχει κυπριακή υπηκοότητα. Θυμάμαι πόσο πολύ έκλαιγε η μητέρα μου, όταν έληξε η βίζα μας και έπρεπε να κάνουμε αίτηση για άσυλο, επειδή η κατάσταση στη Συρία είχε χειροτερέψει πολύ και δεν είχαμε άλλη επιλογή. Δεν ήθελε να μείνουμε εδώ. Ήξερε πως αν κάναμε αίτηση για άσυλο, δεν θα μπορούσαμε να πάμε πίσω στη Συρία. Και είχε απόλυτο δίκαιο…».
Η Alaa θα με κοιτάξει με εκείνα τα τεράστια υγρά πράσινα μάτια της και θα μου πει με παράπονο πως και η ίδια -αν είχε επιλογή, τότε που οι γονείς της αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν τη Συρία- θα προτιμούσε να έμενε στη χώρα της, όσο δύσκολες κι αν ήταν οι συνθήκες εκεί. «Παρακαλώ κάθε μέρα να γίνουν καλύτερα τα πράγματα, για να μπορέσουμε να επιστρέψουμε». Ακόμη κι αν σου δινόταν η κυπριακή υπηκοότητα Alaa; «Ναι», θα μου απαντήσει. Η κυπριακή υπηκοότητα δεν θα αλλάξει τη νοσταλγία για τη χώρα της, ούτε θα τη βοηθήσει να αισθανθεί ότι «ανήκει» σ’ αυτόν τον τόπο. Θα της ανοίξει, όμως, την πόρτα για σπουδές στο εξωτερικό ή θα της δώσει την ευχέρεια μια φοιτητικής χορηγίας για σπουδές στην Κύπρο – κάτι που δεν μπορεί να διεκδικήσει σήμερα, ως πρόσφυγας.
Μου λέει ότι θέλει να σπουδάσει ακτινολόγος και να ανοίξει τη δική της δουλειά. Αλλά αυτή η ειδικότητα προσφέρεται μόνο σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο στην Κύπρο και τα δίδακτρα κοστίζουν πολύ. Ψάχνει να βρει μια δουλειά για τους καλοκαιρινούς μήνες, να μαζέψει κάποια χρήματα για να μπορέσει να ξεκινήσει τις σπουδές της. «Έχω κάνει πάρα πολλές αιτήσεις, αλλά κανείς δεν εργοδοτεί ένα κορίτσι με μαντήλα. Το γνωρίζω και από τη μεγαλύτερη αδελφή μου, που πέρασε κι αυτή τα ίδια. Είχε ξεκινήσει να σπουδάζει φαρμακοποιός σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο, αλλά το παράτησε λόγω οικονομικών δυσκολιών. Είμαστε μεγάλη οικογένεια και δεν θα ήθελα να επιβαρύνω περισσότερο τους γονείς μας».
Τη ρωτώ αν θα αφαιρούσε ποτέ τη μαντήλα, μόνο και μόνο για να διευκολύνει τη ζωή της. «Έβαλα τη μαντήλα στη Β’ Γυμνασίου. Σε εκείνη την ηλικία μπορεί να σκεφτεί και να αποφασίσει ένα κορίτσι αν θέλει να φορέσει ή όχι τη μαντήλα. Δεν είναι υποχρεωτική, όπως νομίζουν πολλοί. Εγώ την επέλεξα, γιατί μου αρέσει. Νιώθω καλύτερα όταν τη φορώ. Μπορεί σε κάποιους να δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα η μαντήλα, όμως, για μένα αντιπροσωπεύει κάτι καλό. Έχω φίλες μουσουλμάνες που δεν φοράνε μαντήλα, για δικούς τους λόγους. Εγώ ήθελα να φορώ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καταπιέζομαι. Θυμάμαι, μετά το περιστατικό στο σχολείο με ρωτούσαν πολλοί: “Αν βγάλεις τη μαντήλα θα σε σκοτώσουν οι γονείς σου; Αν πας στη χώρα σου με κοντή φούστα θα σε τιμωρήσουν;”. Αυτά συμβαίνουν ίσως σε κάποιες χώρες της Σαουδικής Αραβίας, όχι πλέον στη Συρία. Στη Συρία, πριν από τον πόλεμο, ζούσαν αρμονικά μουσουλμάνοι, χριστιανοί και Εβραίοι, χωρίς να κοιτάζει ο ένας τον άλλον περίεργα και καχύποπτα. Στο σχολείο, παρόλο που πήρα απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, ωστόσο, έμενα στην τάξη και το παρακολουθούσα. Και συνειδητοποίησα ότι σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν κοινά στοιχεία. Ένας καλός χριστιανός είναι καλός άνθρωπος και δεν κάνει διακρίσεις. Το ίδιο ισχύει και για έναν καλό μουσουλμάνο. Αναγνωρίζω ότι έχουν έρθει πάρα πολλοί πρόσφυγες στην Κύπρο και έχουν ζορίσει κάπως τα πράγματα, όμως, είμαστε όλοι άνθρωποι και πρέπει να νοιαζόμαστε ο ένας τον άλλον. Υπάρχει κόσμος που δεν επέλεξε να είναι εδώ. Που δεν ήρθε με την προοπτική να μείνει εδώ για πάντα. Στη Συρία ήμουν ευτυχισμένη, εδώ όχι. Και δεν ευθύνεται η μαντήλα γι’ αυτό. Έμαθα τη γλώσσα, προσπαθώ να είμαι όσο πιο κοινωνική μπορώ με τους ανθρώπους, έχω φίλους, βγαίνουμε για καφέ, αλλά μέσα μου νιώθω ξένη. Ακόμη και χωρίς μαντήλα, το ίδιο θα νιώθω…».
Τα μάτια της παραμένουν βουρκωμένα και μπορώ να καταλάβω το γιατί. Τα έχω συναντήσει ξανά σε ανθρώπους σαν την Alaa. Ανθρώπους που έχουν εγκλωβιστεί εδώ και δεν ξέρουν πια σε τι να ελπίζουν. Ανθρώπους που η προσφυγιά τούς έχει στερήσει το δικαίωμα ενός καλύτερου αύριο και μιας ζωής δίχως διακρίσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου