Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΣΤΡΙΩΤΗΣ – «ΣΚΕΝΤΕΡΜΠΕΗΣ»...
Στην κεντρική πλατεία των Τιράνων, πρωτεύουσας της σύγχρονης Αλβανίας, δεσπόζει ο εντυπωσιακός ανδριάντας ενός αγέρωχου έφιππου πολεμιστή, που καθηλώνει τον... περαστικό παρατηρητή με την αυστηρή του έκφραση και την αρειμάνια δύναμη που αποπνέει η «κίνησή» του.
Ο πολεμιστής φέρει χαρακτηριστικό μεσαιωνικό εξοπλισμό, με θώρα, σπαθί και περικεφαλαία, την οποία κοσμεί το κεφάλι ενός αρσενικού ζαρκαδιού, προφανής συμβολισμός που παραπέμπει στην δράση του συγκεκριμένου πολεμιστή σε ορεινές περιοχές, εκεί όπου τα υπερήφανα αυτά αγρίμια ζουν και αναπνέουν τον αέρα της ελευθερίας.
Η κατατοπιστική επιγραφή στην βάση του ανδριάντα είναι, βεβαίως, στην αλβανική γλώσσα και πληροφορεί τον περαστικό παρατηρητή ότι πρόκειται για τον ηγεμόνα «GJERGJ KASTRIOTI – SKENDERBEU», ο οποίος έζησε και έδρασε τον 15° αι. μ.Χ. οι δε σύγχρονοι Αλβανοί, τον προβάλλουν και τον τιμούν ως εθνικό ήρωά τους.
Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, η αλβανική γλώσσα μέχρι τα τέλη του 19ou αιώνα ήταν μόνο προφορική και απέκτησε γραπτή έκφραση μόλις τότε, γι’ αυτό και δεν υπάρχουν παλαιότερα κείμενά της.
Επομένως, εάν κάποιος ιστορικός ερευνητής θέλει να βρει πώς θα γραφόταν η παραπάνω επιγραφή στον 15° αι., πρέπει να ανατρέξει στη γλώσσα με την οποία εκφράζονταν γραπτά οι κάτοικοι της ευρύτερης Ηπείρου (όπου ανήκε και το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Αλβανίας), κατά την εποχή εκείνη.
Ομως, τέτοια γλώσσα η οποία να ομιλείται αλλά και να γράφεται στην Ηπειρο, από την απώτατη αρχαιότητα μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα, υπήρξε μόνο μία και αυτή ήταν η ελληνική, όπως προκύπτει τόσο από πληθώρα αρχαιολογικών ευρημάτων (επιγραφές, νομίσματα, αγγεία, σφραγίδες κ.λπ.), όσο και από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ήταν η επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην εκπαίδευση, στη νομοθεσία, στη διπλωματία και στο εμπόριο. H δε χρήση της δεν έπαψε ούτε στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, μέχρι και τον 20ό αιώνα.
Συνεπώς, κάθε στοιχειωδώς μορφωμένος (αλλά και «υποψιασμένος»…) σύγχρονος Ελληνας, ο οποίος θα διαβάσει τη συγκεκριμένη αλβανική επιγραφή, ανατρέχοντας στην αρχική -ελληνική – καταγραφή της επωνυμίας του έφιππου «Αλβανού» ήρωα, θα διαπιστώσει ότι -πολύ απλά- αυτός ονομαζόταν «Γεώργιος Καστριώτης».
Στο Εθνικό Μουσείο της Δανίας φυλάσσεται σφραγίδα, η οποία ανήκει στον Σκεντέρμπεη. Είναι στρογγυλή, διαμέτρου έξι εκατοστών, κατασκευασμένη από χαλκό και ζυγίζει 280 γραμμάρια. Εικονίζει τον δικέφαλο αετό και υπάρχει επιγραφή στα ελληνικά με τις λέξεις: «Αλέξανδρος Αυτοκράτωρ και Βασιλεύς. Αυτοκράτωρ των Ελλήνων και Βασιλεύς των Τούρκων, Αλβανών, Σέρβων και Βουλγάρων».
Οσο για την προσωνυμία του ως «SKENDERBEU», στην ελληνική καταγραφή της αποδιδόταν ως «ΣΚΕΝΤΕΡΜΠΕΗΣ», που είναι μια «συναιρετική» παραφθορά από την τουρκική έκφραση «Ισκεντέρμπεη», η οποία σημαίνει στην ελληνική γλώσσα «Αλέξανδρος άρχων».
Και βέβαια, είναι αυτονόητο συμπέρασμα ότι η προσωνυμία αυτή προσέδιδε τιμή και αξία στον «φέροντα» πολεμιστή, ακριβώς επειδή αποτελούσε ευθεία αναφορά στον αρχαίο Ελληνα στρατηλάτη – κοσμοκράτορα, τον ανίκητο Μέγα Αλέξανδρο.
Αλλά ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος -στην παμψηφία των σημερινών Ελλήνων- μεσαιωνικός ήρωας- πολεμιστής, με το «αλβανοποιημένο» ελληνικό ονοματεπώνυμο και το ελληνικής ιστορικής επεξηγήσεως προσωνύμιο, στον οποίο οι σύγχρονοι Αλβανοί αποδίδουν τέτοιες εξαιρετικές τιμές;
Για να βρούμε την «άκρη», είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στα ιστορικά γεγονότα και στοιχεία της εποχής εκείνης, όπως αυτά προκύπτουν από υπάρχοντα (ευτυχώς αρκετά) συγγραφικά κείμενα, επιστολές και κάθε άλλου είδους καταγραφές.
Ευθύς εξ αρχής, λοιπόν, πρέπει να επισημάνουμε ότι η πολεμική δράση του Γεωργίου Καστριώτη, όπως στη συνέχεια θα την περιγράψουμε, ανάγεται σε μια εποχή (1443-1468 μ.Χ.) την οποία η σύγχρονη εκπαιδευτική (δηλαδή η διδασκόμενη στα στολεία) ελληνική ιστορία την αντιπαρέρχεται σχεδόν με αποστροφή, περιορίζοντας επιγραμματικά τις διδαχές της προς τα Ελληνόπουλα στην δήθεν «εκ θεού» (…) πτώση της Κωνσταντινούπολης και στις ατελέσφορες θρηνωδίες γι’ αυτήν.
Ομως, την ίδια εποχή, στα απάτητα βουνά και τις δυσπρόσιτες κλεισούρες της Βορείου Ηπείρου και της σημερινής Αλβανίας, ο Γεώργιος Καστριώτης-Σκεντέρμπεης και οι συμμαχητές του έγραφαν με ποταμούς αίματος μια πρωτοφανή αντιστασιακή εποποιία κατά των εισβολέων Τούρκων, η οποία κράτησε είκοσι πέντε (25) ολόκληρα χρόνια και ο απόηχος της είχε ιδιαίτερη σημασία στις ιστορικές εξελίξεις που σηματοδότησε η οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων, αποτελώντας, στα πεντακόσια και πλέον έτη που κράτησε η επάρατη Τουρκοκρατία, ένα μοναδικό –διαρκές- αφυπνιστικό και παροτρυντικό υπόδειγμα επαναστατικού πνεύματος.
Η ΟΜΗΡΙΑ
Ας πάρουμε λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή. Ο Γεώργιος Καστριώτης, γεννημένος το έτος 1405 μ.Χ. ήταν ο νεότερος (4ος κατά σειρά) γιος του Ιωάννη Καστριώτη, γόνου γνωστής από τα ιστορικά αρχεία ελληνοβυζαντινής οικογένειας και στρατιωτικού άρχοντα, στις αρχές του 15ου αιώνα, της Κρόιας ή Κρούγιας, πόλεως της σημερινής μέσης Αλβανίας (λίγα χιλιόμετρα βόρεια των Τιράνων) και της γύρω από αυτήν περιοχής.
Ο μεσαιωνικός ιστορικός συγγραφέας «Σίλβιος Αινείας», ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον -μετέπειτα- Πάπα της Ρώμης Πίο Β’ (1405-1464) όντας σύγχρονος του Γεωργίου Καστριώτη και έχοντας σπάνια δυνατότητα συλλογής πληροφοριακών στοιχείων, τόσο για την εποχή του όσο και για προγενέστερα ιστορικά συμβάντα, επιβεβαιώνει ρητά ότι οι Καστριώτες ήσαν Ελληνες Μακεδόνες και ότι -πιο συγκεκριμένα- κατάγονταν από την περιοχή της Ημαθίας.
Πράγματι, ο παππούς του Κωνσταντίνος Καστριώτης, ο οποίος φέρεται να απεβίωσε το έτος 1390 μ.Χ., ιστορείται ως άρχοντας των μακεδόνικων πόλεων Βέροιας και Καστοριάς. Μια δε βάσιμη εκδοχή προελεύσεως του επιθέτου του είναι η παραφθορά εκ του «Καστ(ο)ριώτης».
Αλλά και στο παλαιότατο βιβλίο με τίτλο «The History of George Kastriot», που εκδόθηκε στο Λονδίνο το έτος 1594, αναφέρεται η Μακεδονία ως αρχική καταγωγή των Καστριωτών και χαρακτηρίζεται ο πατέρας του ήρωα, Ιωάννης Καστριώτης, ως «…Έλλην πρίγκηψ που ηγεμόνευσε στην Ηπειρο…». Προς επιβεβαίωση των ανωτέρω, παραθέτουμε και το αγγλικό κείμενο από το συγκεκριμένο βιβλίο:
«…George Castriot… Surnamed Scanderbeg by the Turks, among when it was his lot to dwell many years, was the youngest son of a Crecian prince named John Cstriot, who reigned in Epire, a country lying on the Gulf of Venice, an now called Albania; which name is also… («χάσμα»)… as well as that of Epire. The family of Castriot had its origin in Macedonia, and anciently ruled over Epire with renown…» κλπ.
Στο ίδιο βιβλίο, αναφέρεται επίσης ότι ο Γεώργιος Καστριώτης είχε και σερβική καταγ
ωγή από την μητέρα του Βοϊσάβα, η οποία ήταν Σέρβα πριγκίπισσα και η οικογένειά της («Tribalda») διέθετε μακραίωνες «ευγενείς περγαμηνές».
Ακόμη, τα ιστορικά στοιχεία μάς πληροφορούν ότι ο Γεώργιος Καστριώτης, ύστερα από στρατιωτική ήττα του πατέρα του Ιωάννη σε πολεμική σύγκρουση με τους Οθωμανούς Τούρκους περί το έτος 1428, παραδόθηκε ως όμηρος (μαζί με τους τρεις μεγαλύτερους αδελφούς του) στον Τούρκο Σουλτάνο Μουράτ Β’ (1404-1451) ο οποίος βασίλευε από το έτος 1422 μέχρι τον θάνατό του.
Οι Τούρκοι, όπως το συνήθιζαν, υποχρέωσαν τους νεαρούς ομήρους Ηπειρώτες σε επίσημο εξισλαμισμό (τελετουργική διαδικασία που περιελάμβανε και επώδυνη περιτομή…) αλλά ο εν λόγω Σουλτάνος, εντυπωσιασμένος από την ευρωστία, την ευφυΐα και την γενναιότητα του συνομηλίκου του Γεωργίου Καστριώτη, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη στρατιωτική αλλά και την ευρύτερη εκπαίδευσή του. (Δείτε και Σαράντου Καργάκου: «Αλβανοί, Αρβανίτες, Ελληνες» – Εκδ. I. Σιδερής – Αθήνα 2000).
Στην αυλή του Οθωμανού Σουλτάνου, ο Γεώργιος Καστριώτης διακρίθηκε τόσο σε ηρωισμό (μεταξύ άλλων κατορθωμάτων του αναφέρεται ότι μονομάχησε με έναν θηριώδη και προκλητικό Σκύθη αρχηγό, τον οποίο κατέκοψε με το σπαθί του, αποσπώντας τον θαυμασμό και την εύνοια του Σουλτάνου…) όσο και για την στρατιωτική του ιδιοφυϊα όταν, ως συναρχηγός σημαντικής εκστρατείας στη Μικρά Ασία εναντίον τού –επίσης- Τούρκου ηγεμόνα της Καραμανίας, τον κατανίκησε, επιδεικνύοντας σπάνιες στρατηγικές ικανότητες. (Δείτε: Τίτου Γιοχάλα: «Γεώργιος Καστριώτης – Σκεντέρμπεης», Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννενα 1994).
Γι’ αυτή την σπουδαία στρατιωτική νίκη αλλά και για άλλα σημαντικά πολεμικά ανδραγαθήματα του που επακολούθησαν κατά την συμμετοχή του σε οθωμανικές εκστρατείες εναντίον Ούγγρων, Βόσνιων, Μογγόλων κ.ά., ο Γεώργιος Καστριώτης έλαβε την εξαιρετική τιμή να επονομασθεί από τον ίδιο τον Σουλτάνο με την επωνυμία «Ισκεντέρ-μπεη» δηλαδή, όπως προαναφέραμε, «Αλέξανδρος άρχων» ή «ηγεμών».
Το καθοριστικό αυτό γεγονός επιβεβαιώνει και «εκ πλαγίου» την ελληνικότητα του Γεωργίου Καστριώτη, εφ’ όσον αποκαλύπτει ότι και στην συνείδηση των επικυριάρχων του Οθωμανών Τούρκων, ο νεαρός ήρωας εθεωρείτο ελληνικού γένους, ήταν δε εκ καταγωγής Ήπειρο – Μακεδόνας, ακριβώς όπως και ο Μέγας Αλέξανδρος από τον πατέρα του Φίλιππο, βασιλιά των Μακεδόνων και την μητέρα του Μυρτάλη Ολυμπιάδα, θυγατέρα του βασιλιά των αρχαίων Ηπειρωτών Μολοσσών.
Όμως και ενώ -επιφανειακά τουλάχιστο – ο Σκεντέρμπεης, ως εξισλαμισμένος όμηρος, φαινόταν να έχει αφομοιωθεί και ενσωματωθεί πλήρως στην οθωμανική στρατιωτική ιεραρχία όπου η ανέλιξή του ήταν ραγδαία, η διαδοχική δηλητηρίαση των δυο αδελφών του (για τον 3° αδελφό του λέγεται ότι έγινε μοναχός στο όρος Σινά…) και ο -επίσης- ύποπτος θάνατος του πατέρα του περί το έτος 1439, τον «αφύπνισαν» βίαια και άρχισε να έχει μυστικές επαφές με επιφανείς άνδρες της πρώην πατρικής του επικράτειας, αναζητώντας την κατάλληλη ευκαιρία για να ξεφύγει από τους Τούρκους.
Η ευκαιρία τού δόθηκε το θέρος του έτους 1443, στην πόλη Νίσσα του Κοσσυφοπεδίου, κατά την διάρκεια σημαντικής μάχης του οθωμανικού στρατού (της αριστερής πτέρυγας του οποίου ηγείτο ο ίδιος ο Σκεντέρμπεης) εναντίον στρατιάς Ούγγρων, Βοσνίων και Σέρβων υπό την ηγεσία του Μαγυάρου (δηλαδή Ούγγρου) ήρωα Γιάνκου Χουνεντουάρα, που δεν ήταν άλλος από τον περίφημο, για τους αντιτουρκικούς πολέμους του, «Ιωάννη Ουνυάδη» των βυζαντινών χρονογράφων άλλως τον «Λευκό Ιππότη» των Καθολικών Χριστιανών.
Στην συγκεκριμένη μάχη ο Σκεντέρμπεης (ίσως και έπειτα από συνεννόηση προς τον Ουνυάδη…), αποσπάσθηκε αιφνιδιαστικά από την οθωμανική παράταξη επικεφαλής μικρού στρατιωτικού σχηματισμού από αφοσιωμένους Ηπειρώτες της σωματοφυλακής του και, καλπάζοντας νυχθημερόν, διέφυγε στην Κρόια όπου και κατόρθωσε να καταλάβει το πατρογονικό του -εξαιρετικά οχυρό- κάστρο, παραπλανώντας με ευφυές στρατήγημα την τουρκική φρουρά που το κατείχε. Για τους λάτρες των ιστορικών λεπτομερειών αναφέρουμε ότι το φρούριο της Κρόιας είχε κατασκευασθεί από τους Βυζαντινούς και το έτος 1250 μ.Χ. κατεχόταν από τον Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Αγγελο-Κομνηνό (Δείτε Επίτιμο Λεξικό «ΗΛΙΟΥ», σελ. 2456) δεδομένου ότι το «Δεσποτάτο της Ηπείρου» στην ακμή του, προς Νότον μεν είχε όρια τον Αμβρακικό κόλπο, προς Βορράν έφθασε να κατέχει εδάφη του σημερινού κράτους του Μαυροβουνίου, προς Ανατολάς προστατευόταν από την επιμήκη οροσειρά της Πίνδου και των Βορειοηπειρωτικών βουνών και προς Δυσμάς κατείχε την αντίστοιχη παραλιακή «ζώνη» του Ιονίου πέλαγος και της «εισόδου» στην Αδριατική Θάλασσα.
Η ΕΠΟΠΟΙΙΑ
Με ορμητήριο το περίφημο κάστρο της Κρόιας, ο Γεώργιος Καστριώτης κήρυξε την 28η Νοεμβρίου 1443 μια παράτολμη επανάσταση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία δεν άργησε να εξαπλωθεί σε αρκετές περιοχές της ευρύτερης Ηπείρου, δηλαδή της σημερινής Βορείου Ηπείρου και της μέσης Αλβανίας αλλά και της Βορειοδυτικής Μακεδονίας.
Την εποχή εκείνη, ο Σκεντέρμπεης περιγράφεται ως ένας φημισμένος ηγέτης/πολεμιστής, με πλούσια στρατιωτική αλλά και πολιτική εμπειρία, τον οποίο περιέβαλλε ήδη ένα «φωτοστέφανο» κατορθωμάτων και θρύλων, γεγονός που προσέλκυσε υπό την σημαία του (ερυθρή με μαύρο και λευκό δικέφαλο αετό κάτω από ένα εξάκτινο αστέρι) πλήθος Ηπειρωτών (Ελλήνων και Αλβανών) πολεμιστών που τους ένωνε το μένος εναντίον των Ασιατών επιδρομέων, οι οποίοι -επιπλέον- ήσαν και αλλόδοξοι, δηλαδή Μωαμεθανοί.
Ο μύθος «βεβαίωνε» ότι η μητέρα του Σκεντέρμπεη κατά την γέννησή του ονειρεύτηκε πως γέννησε έναν «δράκοντα», του οποίου η κεφαλή βρυχόταν στα Ηπειρωτικά Κεραύνια όρη και η… ουρά του έφθανε στην Αδριατική Θάλασσα, μέχρι και τη Βενετία.
Ιστορείται ότι ως νέος ακόμη ο Γεώργιος Καστριώτης είχε μεγαλοπρεπή εμφάνιση, η δε ομορφιά των χαρακτηριστικών του και το καλοκαμωμένο σώμα του συνοδεύονταν από μια εξαιρετική ρώμη. (Δείτε «Ιστορία Εικονογραφημένη», Εκδ. «ΠΑΠΥΡΟΣ», τεύχος 14, σελ. 24-31, Αθήναι 1 968).
Ο Ελληνας συγγραφέας Ανδρ. Παπαδόπουλος-Βρετός, στο βιβλίο του «ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΣΤΡΙΩΤΟΥ ΤΟΥ ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΘΕΝΤΟΣ Σ ΚΕ Ν Τ Ε Ρ Μ Π Ε Η » («Έκδοσις ΝΕΑ» – Εν Αθήναις 1884), περιγράφει την παρουσία του ως εξής: «Το ανάστημά του ήν γιγαντιαίον, η κεφαλή του εφαίνετο επάνωθεν των υψηλότερων του στρατιωτών, είχε την ρίνα γρυπήν…, το μέτωπον πλατύ… Είχεν τα γένεια μακρά…».
Λεγόταν ακόμη -μεταξύ άλλων- ότι το σπαθί του («ασήκωτο» για έναν συνηθισμένο άνδρα) ήταν… «μαγικό» και ότι με μια σπαθιά μπορούσε να αποκεφαλίσει ταύρο ή να κόψει «στα δύο» έναν σιδεροντυμένο ιππότη, γεγονός που επιβεβαιώθηκε αρκετές φορές, στις ατελείωτες μάχες που έδωσε ο Σκεντέρμπεης εναντίον των Τούρκων αλλά και στην Ιταλία, όπου εκστράτευσε για να συνδράμει τον φίλο και σύμμαχο του Αλφόνσο, Βασιλέα της Νεαπόλεως.
Είναι πιθανό ότι επρόκειτο για ένα από τα περίφημα «δαμασκηνά», δηλαδή τα ατσαλένια σπαθιά από την Δαμασκό της Συρίας, που κατασκευάζονταν με ειδική επεξεργασία και, όπως είναι γνωστό, κυριολεκτικά «έκοβαν σίδερα». Όμως, επειδή το εκτιθέμενο στο Μουσείο του «Κάπο ντί Μόντε», στην Νεάπολη της Ιταλίας, ως «μαγικό σπαθί του Σκεντέρμπεη», είναι εμφανώς δυτικής τεχνοτροπίας, ενδέχεται αυτό να προερχόταν από το Τολέδο της Ισπανίας, όπου η κατασκευή σπαθιών είχε αποκτήσει αντίστοιχη ποιότητα και φήμη. (Βέβαια, στην περίπτωση του «Σκεντέρμπεη», όπως θα δούμε και στη συνέχεια, σημασία είχε το «χέρι» που κρατούσε το σπαθί…).
Κηρύσσοντας λοιπόν το έτος 1443 την απροσδόκητη επανάστασή του κατά των Οθωμανών Τούρκων (ήδη κατακτητών του μεγαλύτερου μέρους της Βαλκανικής, ο Γεώργιος Καστριώτης, συμμαχώντας και βοηθούμενος από τοπικούς ηγεμόνες και αρχηγούς «φαρών», οργάνωσε σύντομα κατά τρόπο θαυμαστό ένα τακτικό στράτευμα περίπου 15-16.000 ανδρών (όπως είπαμε αποτελούμενο από συμπατριώτες του Ηπειρώτες, Έλληνες και Αλβανούς), «κατανεμημένο» σε ελαφρύ ιππικό και πεζικό εξειδικευμένων δράσεων, τακτικού αλλά -κυρίως- ανορθόδοξου πολέμου.
Ηγούμενος αυτού του σκληροτράχηλου στρατεύματος ο Σκεντέρμπεης, επί είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια (μέχρι την 17η Ιανουαρίου 1468, οπότε πέθανε ξαφνικά από ελονοσία), αντιμετώπισε νικηφόρα τις αλλεπάλληλες -εναντίον του- τουρκικές εκστρατείες, στις οποίες επικεφαλής τίθονταν οι επιφανέστεροι Οθωμανοί στρατηγοί αλλά και οι ίδιοι οι Σουλτάνοι Μουράτ Β’ και Μωάμεθ Β’. (Ο 2ος ήταν ο γνωστός πορθητής της Κωνσταντινούπολης κατά το έτος 1453).
Το γεγονός ότι -ιστορικά- αναφέρονται υπέρ τις δεκαπέντε (15!!!!) τουρκικές εκστρατείες εναντίον του Γεωργίου Καστριώτη και των συμπολεμιστών του, (ότι) οι οθωμανικές εκστρατευτικές δυνάμεις ανέρχονταν κάθε φορά σε πολλές δεκάδες χιλιάδες άνδρες και (ότι) επικεφαλής των εκστρατειών έφθαναν στο σημείο να τίθενται οι ίδιοι οι Σουλτάνοι, αποτελούν φανερές αποδείξεις της σημασίας που είχε για την Οθωμανική Αυτοκρατορία η δυναμική της επανάστασης του Σκεντέρμπεη και η αδήριτη για τους Τούρκους αναγκαιότητα της υποταγής του άλλως της – πάση θυσία»- εξόντωσής του.
Εδώ, πρέπει να επισημάνουμε ότι η «σπουδή» των Τούρκων να κάμψουν την αντίσταση του Σκεντέρμπεη ήταν εύλογη διότι:
1. Η διατήρηση της ανεξαρτησίας ενός αρκετά μεγάλου τμήματος της ευρύτερης Ηπείρου, όπως ήταν η περιοχή που έλεγχαν τα στρατεύματά του, συντηρούσε άσβηστο το αγωνιστικό αντιστασιακό πνεύμα κατά των Οθωμανών εισβολέων, σε όλη την – μόλις»- κατακτημένη Βαλκανική χερσόνησο και απειλούσε, διαρκώς τους αλλόφυλους κατακτητές με νέες εξεγέρσεις.
2. Η απελεύθερη επικράτεια του Σκεντέρμπεη, έχοντας «πλάτη» στην Αδριατική Θάλασσα, διατηρούσε ανοιχτές γραμμές επικοινωνίας, εφοδιασμού και ενισχύσεων από την Ιταλία και, κατ’ επέκταση, από την λοιπή χριστιανική Ευρώπη.
3. Εφόσον ο Σκεντέρμπεης είχε υπό τον στρατιωτικό του έλεγχο την ηπειρωτική ακτή και κατ’ επέκταση το εκεί κρίσιμο θαλάσσιο πέρασμα («στενά» του Οτράντο) προφανώς απέκλειε τη δυνατότητα άμεσης αποβατικής επέκτασης των Τούρκων εις βάρος των ηγεμονιών και των «δημοκρατιών» της Ιταλίας, σε μια
εποχή (δεκαετία 1443-1453) κατά την οποία οι λαοί τους και οι ηγεμόνες τους δεν είχαν συνειδητοποιήσει – τουλάχιστον στον βαθμό που επιβαλλόταν- τον καταστροφικό κίνδυνο που αποτελούσε μια τουρκική εισβολή και κατοχή των εδαφών τους και ήσαν ανέτοιμοι να την αντιμετωπίσουν.
(Η «αναπόφευκτη» οθωμανική εισβολή στην νότια Ιταλία επιχειρήθηκε όντως μετά τον θάνατο του Σκεντέρμπεη κατά το έτος 1480, όμως τότε -ευτυχώς- οι πολιτικο-στρατιωτικές συγκυρίες δεν επέτρεψαν στους Τούρκους την επέκτασή της, εκτός από την κατάληψη και την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή της ακμάζουσας ιταλικής πόλεως-λιμένος του Οτράντο, που δεν ήταν άλλη από την αρχαιοελληική πόλη του Υδρούντος).
Ωστόσο -για να επανέλθουμε στα γεγονότα της Ιστορίας μα – μετά τις πρώτες εντυπωσιακές στρατιωτικές επιτυχίες του Σκεντέρμπεη, με πρώτη σημαντική μάχη και νίκη του την 29η Ιουνίου 1444, στην τοποθεσία Τορβιόλο της Βορείου Ηπείρου, ανάμεσα στις πόλεις Πόγραδετς και Ελβασάν (δείτε Ισμαήλ Κανταρέ, «ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ», Εκδόσεις «Πορεία». Πρόλογος Νικ. Μπούτβα), έσπευσαν να ενταχθούν στις τάξεις του στρατού του και άλλοι ανεξάρτητοι Βαλκάνιοι πολεμιστές, όπως Σέρβοι, Μαυροβούνιοι και Βούλγαροι, οι ηγεμόνες των οποίων πρόσφατα είχαν υποκύψει στους Τούρκους επιδρομείς.
Ετσι, πρώτη ίσως φορά μετά από τα χρόνια των κραταιών Βυζαντινών αυτοκρατόρων Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου και Αλεξίου Α’ Κομνηνού, δημιουργήθηκε μια οργανωμένη στρατιωτική δύναμη, η οποία δεν είχε τα χαρακτηριστικά «ευκαιριακής» επιστρατεύσεως.
Πράγματι, φαίνεται ότι ο στρατός του Σκεντέρμπεη ήταν μια δύναμη συγκροτημένη και εκπαιδευμένη να βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα για δράση ώστε, αφ’ενός να μην αφήνει στον δόλιο επιδρομέα δυνατότητες αιφνιδιασμών και αφ’ ετέρου να μπορεί εκείνη -ως ετοιμοπόλεμη- να τον αιφνιδιάζει, να τον πανικοβάλλει, να του προξενεί οδυνηρές απώλειες και εν τέλει να τον τρέπει σε άτακτη φυγή, πέρα από τα πάτρια εδάφη.
Αποκαλυπτικό της αγέρωχης αυτοπεποίθησης και των μακρόπνοων επιδιώξεων του Γεωργίου Καστριώτη, είναι ένα μοναδικό «ντουκουμέντο» αναντίρρητης αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που επικαλούμαστε.
Πρόκειται για την ίδια την ηγεμονική σφραγίδα του, όπου απεικονίζεται «Βυζαντινός» δικέφαλος αετός, ο οποίος έχει κάτω από τα νύχια του λύκο ή τσακάλι (έμμεση αλλά σαφής αναφορά στους Ασιάτες Τούρκους επιδρομείς…), φέρει δε κυκλικά επιγραφή στην ελληνική γλώσσα όπου (επί λέξει αλλά με αναγκαίες γραμματικές συντμήσεις) διαβάζουμε: «ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ΕΛΕΩ ΟΥ, ΑΥΤ. ΡΩΜ., Ο ΜΕΓ. ΑΥΟ. ΤΟΥΡ.ΑΛΒ. ΣΕΡΒΙ.Κ. ΒΟΥΛΓΑΡΙ».
Δηλαδή σε πλήρη γραμματική–νοηματική ανάπτυξη: «ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ, ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΡΩΜΑΙΩΝ, Ο ΜΕΓΑΣ ΑΥΘΕΝΤΗΣ ΤΟΥΡΚΩΝ, ΑΛΒΑΝΩΝ, ΣΕΡΒΩΝ ΚΑΙ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ».
Η ιστορική αυτή σφραγίδα, η οποία εντοπίσθηκε το έτος 1634 και εκτίθεται στο εθνικό μουσείο της Κοπεγχάγης στην Δανίοα, είναι μπρούτζινη, σχήματος «ωοειδούς», έχει μήκος έξι εκατοστά και βάρος 280 γραμμάρια), αποκαλύπτει και αποδεικνύει αναντίρρητα την ελληνική γραφή αλλά και την ελληνική «λαλιά» εκείνου του μεγάλου Ηπειρώτη ηγέτη-πολεμιστή.
Παράλληλα, όμως, η ανωτέρω «κτητορική» επιγραφή του Σκεντέρμπεη, με την επίσημη προβολή (πιο επίσημη δεν γίνεται…). της ελληνικής εκδοχής της προσωνυμίας του, δηλαδή «Αλέξανδρος Βασιλεύς», αποκαλύπτει την πολιτειακή επιδίωξη της επανάστασής του, δηλαδή την ανασύσταση -τουλάχιστον κατ’ αρχήν- του Ελληνοβυζαντινού Δεσποτάτου της Ηπείρου και της Μακεδονίας, εν συνεχεία δε τη επιδιωκόμενη «γύρωθεν» επέκτασή της στον βαλκανικό χώρο, με στόχο την ένταξη σ’ αυτήν των λαών της, που βρίσκονταν ήδη υπόδουλοι στον τυρρανικό Οθωμανικό ζυγό.
Το ότι η επέκταση αυτή -δυστυχώς- δεν ολοκληρώθηκε, οφείλεται στην στρατηγική και πολιτική «μυωπία» των τότε βασιλέων και λοιπών ηγεμόνων της χριστιανικής Ευρώπης, ειδικότερα δε οφείλεται στην αδίστακτη και κυνική (στην πρόταση των οικονομικών και εμπορικών συμφερόντων της…) πολιτική της ναυτικής «δημοκρατίας» της Βενετίας.
Πράγματι, η «Γαληνότατη» όπως την αποκαλούσαν, η οποία κυριαρχούσε τότε στην Αδριατική Θάλασσα, κατέχοντας στρατιωτικά τμήμα των βορείων ηπειρωτικών παραλίων πέραν του Δυρραχίου, ενίσχυε μεν τον Σκεντέρμπεη αλλά -προφανώς υστερόβουλα- μόνον όσο χρειαζόταν για να αντιστέκεται στους Τούρκους μέσα στα στενά όρια της μικρής επικράτειας του, χωρίς όμως να αποκτά προϋποθέσεις για μια ευρύτερη διεύρυνση – επέκτασή της, που η στρατηγική ιδιοφυία του ήταν βέβαιο ότι θα επιτύγχανε.
Είναι πρόδηλο ότι οι Ευρωπαίοι «Φραγκολεβαντίνοι» θεωρούσαν ως «χειρότερη» εξουσιαστική εξέλιξη στην χερσόνησο του Αίμου, την σύσταση ενός ισχυρού ελληνικού κράτους με βασιλέα έναν αγέρωχο και μη χειραγωγούμενο «Ρωμαιο-βυζαντινό» άρχοντα, μακραίωνης ευγενούς ελληνικής καταγωγής.
Κι αυτό διότι, προσλαμβάνοντας ο Καστριώτης την συμβολική ονομασία «Αλέξανδρος βασιλεύς», διακήρυττε σαφέστατα ότι θεωρούσε την επιδιωκόμενη βασιλεία του ως «κληρονομική» αναβίωση και ιστορική συνέχεια των αρχαίων Ελλήνων Μακεδόνων και Ηπειρωτών βασιλέων αλλά και των πλέον πρόσφατων «Ρωμαίων», δηλαδή των Ελληνο-βυζαντινών αυτοκρατόρων.
(Είναι γνωστό ότι η περιορισμένη σε ελληνογενείς πληθυσμούς Βυζαντινή Αυτοκρατορία της εποχής από την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το έτος 1261 μέχρι την πτώση της το έτος 1453 ονομαζόταν «Ρωμανία» και οι υπήκοοι της Ρωμανοί, Ρωμαίοι ή Ρωμιοί).
Οπότε, είναι σαφές ότι οι δυτικοί «σύμμαχοι» του Σκεντέρμπεη προτιμούσαν αντ’ αυτού ως αντιπάλου, τους οθωμανικούς σουλτάνους οι οποίοι, ναι μεν ήσαν εχθροί τους και κατακτητές των εδαφών της ελληνικής χερσονήσου, αλλά δεν διέθεταν «κληρονομικούς τίτλους» κατοχής της και, επομένως, μπορούσαν «νόμιμα» να τη διεκδικούν από αυτούς! (Παρομοίως -άλλωστε- στην εποχή μας, οι σύγχρονοι «Φραγκολεβαντίνοι», δηλαδή οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, μεθόδευσαν, με κάθε δόλο και βίαιο τρόπο, τον κατακερματισμό των βαλκανικών λαών στα περιορισμένα πλαίσια άλληλο-υποβλεπόμενων κρατιδίων, με «ηγέτες» χειραγωγούμενα ανδρείκελα, υπό την απειλητική «γειτονία» μιας υπερεξοπλισμένης από τους ίδιους και γι’ αυτό ασύδοτης και θρασύτατης Τουρκίας, που διαρκώς βυσσοδομεί και καραδοκεί για να επανεπεκταθεί στα Βαλκάνια, στοχεύοντας να ανασυστήσει την αιμοχαρή Οθωμανική Αυτοκρατορία των βαρβάρων προγόνων της, με πρώτους, ολοφάνερους στόχους των επεκτατικών σχεδίων της τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου και την Ελληνική Θράκη).
Σε κάθε περίπτωση (τότε) ο μεγαλοφυής στρατηλάτης Γεώργιος Καστριώτης βρέθηκε εξ αρχής αναγκασμένος να «ισοφαρίσει» τις αμείλικτες ανισότητες μεταξύ του ολιγάριθμου στρατού του και των τεράστιων οθωμανικών στρατιών, με τις οποίες γνώριζε ότι θα ερχόταν αντιμέτωπος άμεσα.
Ετσι λοιπόν, χωρίς να χάσει καιρό, επέβαλε υποχρεωτική στράτευση και σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση των μαχίμων ανδρών, στις περιοχές που ήλεγχε μέσω των συμμαχητών του οπλαρχηγών, ενώ παράλληλα, σχεδίασε και εφάρμοσε δοκιμασμένες (από την ελληνική αρχαιότητα και την πιο πρόσφατη Βυζαντινή/Ακριτική παράδοση) στρατηγικές διεξαγωγής ανορθόδοξου πολέμου και μαχών, με συνδυασμούς τακτικών υποχωρήσεων και ξαφνικών αντεπιθέσεων, με ευφυείς ενέδρες και τακτική «καμμένης γης», με κυκλωτικές κινήσεις και εξουθενωτικές νυκτομαχίες.
Επίσης, είναι αξιοσημείωτη η πολεμική τακτική του Καστριώτη στην αντιμετώπιση των πολιορκιών της Κρόιας, η οποίας, χάρις στο εξαιρετικό οχυρό κάστρο της, αποτελούσε το αντιστασιακό προπύργιο της επανάστασης, γι’ αυτό πολιορκήθηκε πολλές φορές και με ιδιαίτερη επιμονή από τα οθωμανικά στρατεύματα.
Ο Σκεντέρμπεης ποτέ δεν κλείσθηκε στο κάστρο του στην Κρόια κατά την διάρκεια των δυσβάστακτων αυτών πολιορκιών, αναθέτοντας την ηγεσία των πολιορκημένων συμμαχητών του σε έμπιστους και αποδεδειγμένα ικανούς οπλαρχηγούς του, μεταξύ των οποίων αναδείχθηκε ιδιαίτερα ο περίφημος «Κόντης» Ουρανός.
Παράλληλα ο ίδιος ο Καστριώτης, επικεφαλής ευέλικτων στρατιωτικών τμημάτων (ελαφρών ιππέων και ορεσίβιων «καταδρομέων») μετακινείτο συνεχώς στις γύρω απάτητες οροσειρές, ελέγχοντας «περιμετρικά» την ευρύτερη περιοχή, εξοντώνοντας και λεηλατώντας τις εφοδιοπομπές των Τούρκων ή «κεραυνοβολούσε» τις στρατοπεδευμένες, γύρω από την πολιορκημένη καστρόπολη, οθωμανικές στρατιές, τρομοκρατώντας τις με αιφνιδιαστικές νυκτερινές επιθέσεις και καταρρακώνοντας το ηθικό τους. (Δείτε σχετικά Ισμαήλ Κανταρέ: «ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ», Εκδόσεις «Πορεία»).
Με την ευφυή αυτή στρατηγική και τακτική, ο Σκεντέρμπεης, αφ’ ενός συντηρούσε σε εγρήγορση και με υψηλό ηθικό τους πολιορκημένους συμμαχητές του, οι οποίοι δεν αισθάνονταν απομονωμένοι και αφ’ ετέρου, διατηρώντας την πρωτοβουλία των πολεμικών κινήσεων, έλεγχε προσωπικά την συνοχή των επισφαλών συμμαχιών του με τους άλλους άρχοντες – οπλαρχηγούς, πολλοί από τους οποίους δέχονταν συνεχείς δελεαστικές προτάσεις εξαγοράς τους εκ μέρους των Τούρκων, προκειμένου να αποστατήσουν. (Δυστυχώς άλλωστε, κάποιοι από αυτούς υπέκυψαν στον «πειρασμό»…).
Τέλος, κατόρθωσε να οργανώσει (χάρις σε παλαιές φιλίες από την περίοδο της ομηρείας του), άρτια «δίκτυα» ανιχνεύσεων και στρατιωτικής κατασκοπείας, τα οποία έφθαναν έως τη σουλταντική αυλή στην Ανδριανούπολη, πρωτεύουσα τότε των Οθωμανών μέχρι το έτος 1453, οπότε κατελήφθη η Κωνσταντινούπολη.
Αποτελούν χαρακτηριστική απόδειξη αυτού του άριστου στρατηγικού σχεδιασμού και της αποτελεσματικότητος της τακτικής του Καστριώτη η «αγκίστρωση» και η παγίδευση (την 10η Οκτωβρίου 144 5) μιας ισχυρής οθωμανικής στρατιάς υπό τον Feruz Pasha, αποτελουμενης από είκοσι χιλιάδες ιππείς, στα στενά των ποταμών Δρίνου και Μάτι, για να επακολουθήσει η ολοσχερής εξόντωσή της.
Ακολούθησε (την 27η Σεπτεμβρίου 1446), ο στρατηγικός εγκλωβισμός μιας άλλης τεράστιας οθωμανικής στρατιάς υπό τον Μουσταφά-Πασά, στην πεδιάδα της πόλεως Οττονέτα όπου, μετά από νυκτερινό αιφνιδιασμό του Σκεντέρμπεη, κατεσφάγησαν περί τους πέντε χιλιάδες Τούρκοι, ενώ οι υπόλοιποι διασκορπίσθηκαν πανικόβλητοι. (Δείτε «Ιστορία Εικονογραφημένη», Εκδ. «ΠΑΠΥΡΟΣ», Τεύχος 14, σελ. 24-31, Αθήναι 1 968).
Ομως οι περιφανείς εκείνες νίκες του Σκεντέρμπεη δεν «χαροποιούσαν», όλους τους στρατιωτικούς αντιπάλους των Τούρκων…
Οι δόλιοι Βενετοί δεν έπαψαν ποτέ να ενεργούν «πισώπλατα» εναντίον του και σε πολλές περιπτώσεις (πάντοτε προτάσσοντας το οικονομικό τους όφελος…) έφθασαν να εφοδιάζουν με τον στόλο τους τις εκστρατευτικές -εναντίον του Σκεντέρμπεη- δυνάμεις των εχθρών τους Οθωμανών (…) αλλά και να συνωμοτούν σε βάρος του (με την συνεργασία και Αλβανών φυλάρχων), ιδιαίτερα όταν εκείνος αρνήθηκε, εν έτει 1447, να δηλώσει «φόρου υποτελής» στην «Γαληνότατη», ώστε να τεθεί υπό την… «προστασία» της.
Ο αγέρωχος Σκεντέρμπεης, όχι μόνο δεν υπέκυψε στους ωμούς εκβιασμούς τους, αλλά και δεν δίστασε να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα, τόσο τους Βενετούς όσο και τους Τούρκους όταν εκείνοι – έχοντας συνάψει μεταξύ τους συνθήκες ειρήνης – την άνοιξη του έτους 1448, του κήρυξαν τον πόλεμο, προφανώς «τελούντες εν συνεννοήσει».
Ετσι λοιπόν, συγκεντρώνοντας ταχύτατα τις δυνάμεις του, ο Καστριώτης αποφάσισε να αντιμετωπίσει πρώτα στους Βενετούς που διέθεταν περί τους 14.000 άνδρες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήσαν μισθοφόροι Αλβανοί και συγκεκριμένα Γκέκηδες «Μιρδίτες», δηλαδή χριστιανοί καθολικού δόγματος.
Η αποφασιστική μάχη δόθηκε κοντά στην ηπειρωτική καστρόπολη Σκουτάρι την 3η Ιουλίου 1448 και ήταν σκληρή, αλλά ο επαναστατικός στρατός του Καστριώτη θριάμβευσε και οι αντίπαλοι του είχαν περισσότερους από δυο χιλιάδες νεκρούς και ισάριθμους αιχμαλώτους, τους οποίους εκείνος, φερόμενος μεγαλόψυχα, τους άφησε ελεύθερους.
Μετά από αυτή τη βαριά στρατιωτική ήττα της, η Βενετία αναγκάσθηκε να ζητήσει ανακωχή και τελικά, την 4η Οκτωβρίου 1448, στην βορειοηπειρωτική πόλη «Αλέσιο» (πρόκειται για την αρχαιοελληνική πόλη Λισσό, με την ονομασία που είχε εκείνη την εποχή), συμφωνήθηκε ειρήνη πολυετούς διάρκειας.
Εν τω μεταξύ όμως, αμέσως μετά την μάχη στο Σκουτάρι, ο Σκεντέρμπεης, στράφηκε εναντίον των Τούρκων που, εκμεταλλευόμενοι τον πόλεμο του με τους Βενετούς, είχαν προελάσει ήδη μέχρι την Κρόια και την πολιορκούσαν. Κινούμενος ταχύτατα ο Σκεντέρμπεης έφθασε απρόοπτα στα νώτα τους και τους αιφνιδίασε μέσα στη νύχτα, ενώ οι πολιορκημένοι υπερασπιστές της Κρόιας, με επικεφαλής τον φρούραρχο «Κόντη» Ουρανό, έκαναν έξοδο και απέκλεισαν κάθε δυνατότητα διαφυγής των εχθρών.
Η συντριβή των Οθωμανών ήταν ολοκληρωτική, με οδυνηρές απώλειες που έφθασαν τις πέντε χιλιάδες νεκρούς και αντίστοιχους αιχμαλώτους, μεταξύ δε αυτών ήταν και ο αρχηγός τους Μουσταφά-Πασά.
(Δείτε «Ιστορία Εικονογραφημένη», Εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ», τεύχος 14, σελ. 24-31, Αθήναι 1968, Giacomo de Antonellis).
Το άρθρο αυτό αποτελεί μέρος του βιβλίου του συγγραφέα Γρηγόρη Κοσσυβάκη «ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ» (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΔΜΟΣ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου