Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Ἡ πραγματική οἰκογενειακὴ καταγωγὴ του…

 

Ἡ πραγματικὴ καταγωγή.
Ὄχι αὐτὴ ποὺ προσπάθησε ὁ ἴδιος ὁ Βενιζέλος νὰ μᾶς πείσῃ πὼς εἶχε...


Σὲ κάποιες μάλλιστα ἀναφορὲς ἀμφισβητεῖται καὶ τὸ ἐὰν ἦταν πραγματικὸς υἱὸς τοῦ Κυριάκου ὁ Ἐλευθέριος.
Γιὰ τὴν καταγωγὴ Βενιζέλου πολλὰ ἔχουν γραφῇ. 
Γιὰ τὸ ποιὸς ἦταν ὁ Βενιζέλος ἐπίσης.
Τὸ ὅ,τι, θεωρητικῶς, γιὰ κάποιους διπλασίασε τὴν Ἑλλάδα, θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ συμπεριλάβουμε στὰ θετικά του. Ἀλλά εἶναι πράγματι ἔτσι;
Ποιός ἦταν ὁ κύριος ἐμπνευστής τῆς μικρασιατικῆς ἐκστρατίας καί ποιός αὐτός πού ἐξαφανίστηκε πρῶτος ὅταν μᾶς πέταξε στά χέρια τοῦ Κεμᾶλ;

ΟΙ­ΚΟ­ΓΕ­ΝΕΙΑ­ΚΗ ΠΡΟ­Ε­ΛΕΥ­ΣΗ ΤΟΥ Ε­ΛΕΥ­ΘΕ­ΡΙΟΥ ΒΕ­ΝΙ­ΖΕ­ΛΟΥ

Ἀλ­λ’ ἄς ἐ­πα­νέλ­θω­μεν εἰς τὴν οἰ­κο­γε­νεια­κὴν προ­έ­λευ­σιν τοῦ Ἐ­λευ­θε­ρί­ου Βε­νι­ζέ­λου. Ἔ­χον­τες δὲ ὑ­π’­ὄ­ψιν τὸ ἔρ­γον καὶ ὅ­λας τὰς ἰ­δι­ό­τη­τας τοῦ χα­ρα­κτῆ­ρος αὐ­τοῦ ,  ἄς  σκι­α­γρα­φή­σω­μεν ἐν συ­νε­χεί­ᾳ τὴν με­γά­λην «προ­σω­πι­κό­τη­τα»  τοῦ πο­λι­τι­κοῦ ἐ­κεί­νου ἀν­δρός.
Ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως τι­νὲς ἐκ τῶν φί­λων καὶ θαυ­μα­στῶν του, ἀ­να­δει­χθέν­τες πα­ρ’ αὐ­τοῦ ἤ ἐν­δι­αι­τώ­με­νοι ἐκ τοῦ τα­μεί­ου τῆς συ­ζύ­γου του  Ἕ­λε­νας,  διὰ μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κῶν δι­η­γή­σε­ων προ­σπα­θοῦ­σι νὰ …  θε­ο­ποι­ή­σω­σι τὸν αὐ­θέν­τη των,  οὕ­τω ἄλ­λοι τῆς αὐ­τῆς συ­νο­μο­τα­ξί­ας προ­σπα­θοῦ­σι διὰ πα­ρεμ­φε­ρῶν δι­η­γή­σε­ων νὰ ἀ­πο­δεί­ξω­σιν ὅ­τι ὁ  πα­τὴρ τοῦ  Ἐ­λευ­θε­ρί­ου Βε­νι­ζέ­λου,  Κυ­ριά­κος κα­τή­γε­το ἐκ Μυ­στρᾶ τῆς Σπάρ­της καὶ ὅ­τι ἦ­το ἀ­πό­γο­νος τῆς ἐ­κεῖ ἀρ­χον­τι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας τῶν Κρεβ­βα­τά­δων!! .
 
Χω­ρὶς τοῦ­το νὰ ἐ­πι­βε­βαι­οῦ­ται ἐξ οὐ­δε­μιᾶς ἐ­πι­σή­μου ἱ­στο­ρι­κῆς πη­γῆς καὶ χω­ρὶς ἐ­κεῖ­νος ζῶν  εἰ­σέ­τι νὰ ἰ­σχυ­ρί­σθῃ τοι­οῦ­τον τὶ πο­τέ…. Μὴν ἀ­πο­ρεῖ­τε !­.. Οἱ  με­μυ­η­μέ­νοι Βε­νι­ζε­λι­κοὶ ὡς ἐ­κα­λοῦν­το ἐν Κρή­τῃ οἱ φα­να­τι­κοὶ ὁ­πα­δοὶ τοῦ   «Μεσ­σί­ου»,  εἶ­ναι ἱ­κα­νοὶ δι’  ὅ­λα. Προ­σω­πι­κῶς εἶ­δον ἐ­γώ ὡς ἀ­ξι­ω­μα­τι­κὸς,  κα­τὰ τὸ ἔ­τος 1918, εἴς τι σχο­λεῖ­ον τῆς Λή­μνου, με­γά­λην δι­α­φη­μι­στι­κὴν ἐ­λαι­ο­γρα­φί­αν πα­ρι­στῶ­σαν τὸν ὑ­ε­λο­φο­ροῦν­τα Ἐ­λευ­θέ­ριον Βε­νι­ζέ­λον ὡς ἐ­ξερ­χό­με­νον τῆς … θα­λάσ­σης καὶ  εὐ­λο­γοῦν­τα ὡς ὁ Χρι­στὸς τὰ  πέ­ριξ αὐ­τοῦ συ­να­θροι­σθέν­τα παι­δί­α,  πρὸς  τὰ ὁ­ποῖ­α δι­έ­νει­μεν δῶ­ρα.  Ὤ!  ὁ­ποί­α βλα­σφη­μί­α!­!­.­..
 
Φαν­τα­σθῆ­τε λοι­πὸν,  ποῦ εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ φθά­σῃ ἡ συ­σκο­τι­σμέ­νη δι­ά­νοι­α καὶ ὁ φα­να­τι­σμὸς τῶν  ἀ­πο­ναρ­κω­θέν­των ὁ­πα­δῶν τοῦ  Βε­νι­ζέ­λου καὶ ποί­ου εἴ­δους σο­φί­σμα­τα εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ἐ­πι­νο­ή­σω­σιν, ὥ­στε νὰ θε­ο­ποι­η­θῇ ὁ μέ­γας δαί­μων τῆς Ἑλ­λά­δος.
Ἰ­δοὺ ὅ­μως ἡ οἰ­κο­γε­νεια­κὴ προ­έ­λευ­σις τοῦ Ἐ­λευ­θε­ρί­ου Βε­νι­ζέ­λου ὡς τὴν ἱ­στο­ρεῖ ἀ­κρι­βῶς εἰς τὸ βι­βλί­ον του, ὑ­πὸ τὸν τί­τλον «βι­ο­γρα­φί­α Ἐ­λευ­θε­ρί­ου Βε­νι­ζέ­λου» ὁ Μ.Α. Πα­πα­δά­κης:
«…  Κερ­κυ­ραί­α Ἑ­βραί­α, ὀρ­φα­νὴ, ὁ­μι­λοῦ­σα θαυ­μά­σια τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴν, ἦλ­θεν εἰς Θεσ­σα­λο­νί­κην διὰ νὰ γνω­ρί­σῃ τοὺς συγ­γε­νεῖς της  καὶ ἐ­νυμ­φεύ­θη τὸν ἐ­ξά­δελ­φόν της Μπέ­νυ Σε­λόν.  Ὁ σύ­ζυ­γός της ἦ­το γυ­ρο­λό­γος. Ἐκ τοῦ γά­μου των, ἐ­γεν­νή­θη υἱ­ός, ἀλ­λ’ ἕ­ξι ἔ­τη με­τὰ τὴν γέν­νη­σίν του ἀ­πέ­θα­νεν ὁ σύ­ζυ­γός της καὶ ἔ­μει­νε χή­ρα. Αὕ­τη ἐ­βα­σα­νί­ζε­το ὅ­μως διὰ νὰ ἀ­να­θρέ­ψῃ τὸ κα­χε­κτι­κὸν τέ­κνο της, λό­γῳ τῆς κλη­ρο­νο­μη­θεί­σης πα­τρι­κῆς ἀ­σθε­νεί­ας.
«… Μό­λις ὁ υἱ­ός της  ἔ­γι­νε δέ­κα ἐ­τῶν, ἤρ­χι­σε τὸ ἐ­πάγ­γελ­μα τοῦ πα­τρός του, κα­τώρ­θω­νεν δὲ οὕ­τω νὰ κερ­δί­ζῃ ὀ­λί­γα χρή­μα­τα καὶ νὰ βο­η­θῇ τὴν μη­τέ­ρα του. Ἀλ­λ’ οἱ κό­ποι, αἱ στε­νο­χω­ρί­αι, αἱ στε­ρή­σεις καὶ ἡ κλη­ρο­νο­μί­α τῆς συ­ζυ­γι­κῆς ἀ­σθε­νεί­ας, τό­σον τὴν εἶ­χον κα­τα­βά­λει, ὥ­στε με­τὰ μι­κρὸν δι­ά­στη­μα νὰ ἀ­πο­θά­νῃ καὶ αὐ­τή.
«… Ὁ νέ­ος ἔ­μει­νε μό­νος του, ἐ­ξα­κο­λου­θῶν τὸ ἐ­πάγ­γελ­μα τοῦ γυ­ρο­λό­γου, εἶ­χεν ὅ­μως μα­νί­αν καὶ με­γά­λην ἀ­γά­πην πρὸς τὴν θά­λασ­σαν ὅ­που ἐ­ψά­ρευ­ε τὰς ὥ­ρας τῆς ἀρ­γί­ας του. Μό­λις ἔ­γι­νε δε­κα­έ­ξι ἐ­τῶν ἤρ­χι­σε νὰ σκέ­πτε­ται ὅ­τι θὰ ὑ­πη­ρε­τή­σῃ στρα­τι­ώ­της καὶ δὲν ἔ­παυ­σε νὰ ἐ­νερ­γῇ πῶς θὰ δρα­πε­τεύ­σῇ ἐκ Θεσ­σα­λο­νί­κης διὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γῃ τὴν στρά­τευ­σίν του εἰς τοὺς Τούρ­κους, καὶ δὲν ἄρ­γη­σε νὰ πα­ρου­σια­σθῇ ἡ εὐ­και­ρί­α.
«… Εἰς τὴν Θεσ­σα­λο­νί­κην πα­ρέ­με­νε ἕ­να κα­ϊ­κι Βα­τι­κι­ώ­τι­κο, τοῦ ὁ­ποί­ου ὁ μοῦ­τσος ἐ­νο­ση­λεύ­ε­το εἰς τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ον , ὅ­που καὶ ἀ­πέ­θα­νεν.  Ὁ νέ­ος ἔ­πει­σεν τὸν πλοί­αρ­χον νὰ τὸν πα­ρα­λά­βη ὡς μοῦ­τσον εἰς ἀν­τι­κα­τά­στα­σιν τοῦ ἀ­πο­θα­νόν­τος. Πράγ­μα­τι ὁ πλοί­αρ­χος τὸν πα­ρέ­λα­βε καὶ ἀ­νε­χώ­ρη­σε λά­θρα ἐκ Θεσ­σα­λο­νί­κης.
«… Κα­τὰ τὸ μέ­χρι Πει­ραι­ῶς τα­ξί­δι τὸ ὁ­ποῖ­ον δι­ήρ­κε­σε ἐ­πὶ πολ­λοὺς μῆ­νας, λό­γῳ τῶν πολ­λῶν προ­σεγ­γί­σε­ων, οἱ ναῦ­ται τὸν ἐ­φώ­να­ζον «Κυ­ριά­κον» μὲ τὸ ὄ­νο­μα δη­λα­δὴ τοῦ ἀ­πο­θα­νόν­τος. Αὐ­τὸς ὄ­χι μό­νον τὸ ἐ­δέ­χε­το , ἀλ­λ’ ἤ­κου­εν εὐ­χα­ρί­στως εἰς τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τὸ ὁ­σά­κις τὸν ἐ­φώ­να­ζον καὶ ἔ­κτο­τε ἐ­συ­νή­θι­σε καὶ ἐ­κα­λεῖ­το «Κυ­ριά­κος». Ὁ πλοί­αρ­χος καὶ οἱ ναῦ­ται ἦ­σαν κα­τεν­θου­σι­α­σμέ­νοι μὲ τὸν νέ­ον μοῦ­τσον διὰ τὴν ἐ­ξυ­πνά­δα καὶ διὰ τὴν ἐρ­γα­τι­κό­τη­τά του.
«… Εἰς τὸν Πει­ραι­ᾶ ὁ πλοί­αρ­χος ἐ­πα­ρου­σί­α­σεν εἰς τὸ Λι­με­ναρ­χεῖ­ον τὸ πι­στο­ποι­η­τι­κὸν τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου, δι’  οὗ ἐ­βε­βαι­οῦ­το ὁ θά­να­τος τοῦ πρώ­του Κυ­ριά­κου.  Εἶ­χεν ὅ­μως ἀ­νάγ­κην νὰ δη­λώ­σῃ τὸ ὀ­νο­μα­τε­πώ­νυ­μον τοῦ νέ­ου «Κυ­ριά­κου» διὰ νὰ γρα­φῇ εἰς τὸ Λι­μα­ναρ­χεῖ­ον. Ἐ­κά­λε­σεν ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὸν «Κυ­ριά­κον» καὶ τὸν ἠ­ρώ­τη­σεν ἄν ἦ­το εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος μὲ τὴν θα­λασ­σι­νὴν ζω­ὴν καὶ ἄν θὰ ἔ­με­νε ἐρ­γα­ζό­με­νος μα­ζί του. Εἰς κα­τα­φα­τι­κὴν δὲ ἀ­πάν­τη­σιν, τὸν ἠ­ρώ­τη­σε, ποῖ­ον ἦ­το τὸ ἐ­πί­θε­τόν του. Ὁ Κυ­ριά­κος, ἐ­νε­θυ­μεῖ­το ἀ­πὸ ὅ,τι εἶ­χεν ἀ­κού­σει,  δη­λα­δὴ ὅ­τι ὁ πα­τήρ του ὀ­νο­μά­ζε­το Μπέ­νυ Σε­λόν.
«… Ὁ πλοί­αρ­χος δὲν ἐ­δυ­σκο­λεύ­θη νὰ συν­θέ­ση τὸ νέ­ον ὄ­νο­μα· «Κυ­ριά­κος Μπε­νυ­σέ­λος» καὶ τοι­ου­το­τρό­πως ἐ­νε­γρά­φη εἰς τὸ λι­με­ναρ­χεῖ­ον.  Ἐ­πὶ τρί­α ἔ­τη εἰρ­γά­σθη εἰς τὸ ἴ­διον πλοῖ­ον, ἀλ­λὰ εἰς τὰς ἀρ­χὰς τοῦ  τε­τάρ­του ἔ­τους, ὁ πλοί­αρ­χος ἀ­πέ­θα­νε καὶ ὁ Κυ­ριά­κος ἔ­μει­νεν ἄ­νευ πλοί­ου καὶ πλοιά­ρχου. Με­τὰ μι­κρὸν δι­ά­στη­μα προ­σε­λή­φθη εἰς ἄλ­λο πλοῖ­ον ὡς ναύ­της, δι’ ἕν τα­ξί­διον διὰ τὰ Χα­νιὰ τῆς Κρή­της, ὅ­που τὸ πλοῖ­ον ἐ­φόρ­τω­νε πορ­το­κά­λια.  Ὁ  Κυ­ριά­κος πα­ρέ­λα­βε τὰ χαρ­τιά του ἀ­πὸ τὸ Λι­με­ναρ­χεῖ­ον καὶ ἀ­νέ­λα­βεν ὑ­πη­ρε­σί­αν ὑ­πό τὸν νέ­ον πλοί­αρ­χον. Ἔ­φθα­σεν εἰς τὰ Χα­νιὰ καὶ ἤρ­χι­σεν ἡ φόρ­τω­σις. Ἀλ­λὰ πρὸ τοῦ νὰ φορ­τώ­σουν, μιὰ με­γά­λη τρι­κυ­μί­α συ­νέ­τρι­ψε τὸ πλοῖ­ον ἐν­τὸς τοῦ λι­μέ­νος τῶν Χα­νί­ων. Ὁ πλοί­αρ­χος κι αὐ­τὸς ἔ­μει­ναν εἰς τὸν δρό­μον.­!.
«… Ἡ συγ­κοι­νω­νί­α ἦ­το πο­λὺ ἀ­ραι­ὰ δι­ό­τι μό­νον μί­α «ταμ­πα­κέ­ρα»  ὑ­πὸ τὸν πλοί­αρ­χον κα­πε­τὰν Κο­σμᾶ προ­σήγ­γι­ζε τὴν Κρή­την.  Αὕ­τη ἔ­φερ­νε καὶ πα­ρε­λάμ­βα­νεν ἀλ­λη­λο­γρα­φί­αν κα­τὰ τρί­μη­νον.  Ὁ  Κυ­ριά­κος ἐ­σκέ­φθη, διὰ νὰ μὴν μεί­νῃ ἄ­νευ ἐρ­γα­σί­ας, νὰ ἐ­πα­να­λά­βῃ τὸ πα­τρι­κόν του ἐ­πάγ­γελ­μα.  Ἐ­προ­μη­θεύ­θη τὴν «πα­νι­έ­ρα» ἠ­γό­ρα­σε ἀ­πὸ τὸν Φου­λά­κην ὀ­λί­γα μι­κρο­εμ­πο­ρεύ­μα­τα καὶ ἤρ­χι­σε τὸ ἐμ­πό­ριον τοῦ γυ­ρο­λό­γου εἰς τὰ πέ­ριξ τῶν Χα­νί­ων χω­ρί­α. Τὸ ἐμ­πό­ριον αὐ­τό, ἐ­γί­νε­το ἀ­πο­κλει­στι­κῶς ἀ­πὸ Ἑ­βραί­ους, οἵ­τι­νες μὲ τὸ ἄ­νοιγ­μα τοῦ Κα­λε­κα­πα­σὶ -πύ­λη τοῦ φρου­ρί­ου -ἐ­ξήρ­χον­το τῆς πό­λε­ως καὶ ἐ­πε­σκέ­πτον­το τὰ πέ­ριξ Χρι­στι­α­νι­κὰ χω­ρί­α καὶ τὰ Τουρ­κι­κὰ με­τό­χια.
«… Ὁ Κυ­ριά­κος γνω­ρι­σθεὶς μὲ ὅ­λους τοὺς Ἑ­βραί­ους, εἰς οὐ­δέ­να ἐ­νε­πι­στεύ­θη τὴν κα­τα­γω­γήν του Κα­τόρ­θω­σεν νὰ ἀ­να­γνω­ρι­σθῇ ὅ­μως ἀ­πὸ τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ προ­ξε­νεῖ­ον,  ὡς Ἕλ­λην ὑ­πή­κο­ος καὶ ἦ­το εἷς ἐκ τῶν ὀ­λί­γων ἀ­νε­γνω­ρι­σμέ­νων Ἑλ­λή­νων ὑ­πη­κό­ων ἐν Κρή­τῃ.  Τοι­ου­το­τρό­πως ἦ­το ὁ μό­νος κα­τὰ φαι­νό­με­νον Χρι­στια­νὸς γυ­ρο­λό­γος καὶ συ­νε­πῶς ἡ ἐρ­γα­σί­α του ἦ­το με­γά­λη καὶ προ­σο­δο­φό­ρος.
«… Οἱ γυ­ρο­λό­γοι ἐ­πι­στρέ­φον­τες εἰς τὴν πό­λιν ἔ­φε­ρον συ­νή­θως μα­ζί των αὐ­γὰ καὶ κο­τό­που­λα, δι­ό­τι αἱ χω­ρι­καὶ μὴ ἔ­χου­σαι χρή­μα­τα ἔ­δι­δον ταῦ­τα διὰ νὰ ἀ­γο­ρά­σω­σι τὰ ἀ­ναγ­και­οῦν­τα αὐ­ταῖς. Ὁ Κυ­ριά­κος ἤρ­χι­σε κι αὐ­τὸς νὰ συμ­μορ­φοῦ­ται μὲ τὸ σύ­στη­μα ἐ­κεῖ­νο καὶ ἔ­φερ­νε συ­χνὰ εἰς τὴν πό­λιν αὐ­γὰ καὶ κο­τό­που­λα, τὰ ὀ­ποῖ­α συ­νή­θως ἐ­πώ­λει εἰς τὸν με­γα­λέμ­πο­ρον Μαρ­καν­τω­νά­κην.
«… Ὁ Μαρ­καν­τω­νά­κης συμ­πά­θη­σεν τὸν Κυ­ριά­κον καὶ πα­ρήγ­γει­λεν εἰς τὸν γραμ­μα­τέ­α του νὰ κρα­τῇ πάν­τα τὰ ὑ­πό τοῦ Κυ­ριά­κου προ­σκο­μι­ζό­με­να αὐ­γά καὶ που­λε­ρι­κὰ καὶ νὰ τὸν πι­στώ­νη δι­ό­τι ὁ Κυ­ριά­κος τὸν  εἶ­χεν πα­ρα­κα­λέ­σει νὰ τοῦ φυ­λάτ­τῃ τὰ χρή­μα­τά του. Ὁ Κυ­ριά­κος συ­νέ­λα­βεν στα­θε­ρὰν ἀ­πό­φα­σιν νὰ μα­ζεύ­σῃ χρή­μα­τα διὰ νὰ ἀ­νοί­ξῃ μα­γα­ζά­κι.  Τὴν σκέ­ψιν του ἐ­κεί­νην τὴν ἐ­δυ­νά­μω­σεν καὶ ὁ ἔ­ρως του πρὸς μί­αν εὔ­μορ­φην χω­ρι­α­το­ποῦ­λαν. Ὁ Κυ­ριά­κος ἤρ­χι­σε νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἐκ τῆς ζώ­νης τῶν πέ­ριξ τῶν Χα­νί­ων χω­ρί­ων τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­πεῖ­χον πε­ρί­που μί­αν ὥ­ραν καὶ ἐ­προ­χώ­ρει εἰς τὰ ὀ­ρει­νὰ χω­ρί­α εἰς τὰ ὁ­ποῖ­α οἱ Ἑ­βραῖ­οι γυ­ρο­λό­γοι ἐ­φο­βοῦν­το νὰ πη­γαί­νουν.
«…Εἰς ἕν ἐκ τῶν χω­ρί­ων ἐ­κεί­νων ὁ Κυ­ριά­κος ἐ­γνώ­ρι­σε μιὰν ὡ­ραί­αν κό­ρην τὴν ὁ­ποί­αν ἠ­γά­πη­σεν ἐμ­μα­νῶς. Τὸ χω­ρί­ον αὐ­τὸ ὠ­νο­μά­ζε­το Θέ­ρι­σον.  Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της ἦ­το πτω­χὴ καὶ πε­ρί­ερ­γος. Ὁ πα­τήρ της ἐκ τοῦ πρώ­του γά­μου του εἶ­χεν ἀ­πο­κτή­σει δύ­ο θυ­γα­τέ­ρας, ἐξ ὧν ἡ με­γα­λυ­τέ­ρα ἦ­το ἡ συμ­πά­θεια τοῦ Κυ­ριά­κου. Ὁ ἔ­ρως τοῦ Κυ­ριά­κου ηὔ­ξα­νε, ἀλ­λ’ ἐ­πει­δὴ ἦ­το ἐ­πί­πο­νον τὸ κα­θη­με­ρι­νόν τα­ξί­διον μέ­χρι Θε­ρί­σου, ἐ­πή­γαι­νεν ἐ­κεῖ τὰς Κυ­ρια­κὰς καὶ ἑ­ορ­τὰς καὶ πα­ρέ­με­νε κα­θ’­ὅ­λην τὴν ἡ­μέ­ραν, συ­νή­θως δὲ  δι­ε­νυ­κτέ­ρευ­εν εἰς τὸ κα­φε­νεῖ­ον τοῦ χω­ρί­ου καὶ τὴν πρω­ίαν τῆς ἐ­πο­μέ­νης ἔ­κα­μνε τὸν γῦ­ρον του εἰς τὰ πλη­σί­ον χω­ρί­α.
«… Πα­ρῆλ­θεν ἔ­τος ἀ­πὸ τὴν γνω­ρι­μί­αν του μὲ τὴν ὡ­ραί­αν Θε­ρι­σια­νὴν καὶ ὁ Κυ­ριά­κος σκε­πτό­με­νος νὰ τὴν ζη­τή­σῃ εἰς γά­μον ἀ­πε­φά­σι­σε νὰ ἀ­νοί­ξῃ μα­γα­ζά­κι. Καὶ πράγ­μα­τι ἔ­χων πε­ρί­που 20 λί­ρας, ἄ­νοι­ξε μα­γα­ζά­κι εἰς τὰ Χα­νιά. Δὲν ἐ­λη­σμό­νη­σε ὅ­μως καὶ τὸ πα­λαι­όν του σύ­στη­μα καὶ κά­θε Σάβ­βα­τον ἐ­φορ­τώ­νε­το τὴν «πα­νι­έ­ρα» του, με­τέ­βαι­νε εἰς Θέ­ρι­σον πρὸς ἐμ­πο­ρί­αν καὶ ἔ­βλε­πεν οὕ­τω τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νην του. Δὲν πα­ρῆλ­θεν ἔ­τος, ἀ­πὸ τῆς ἀ­πο­κα­τα­στά­σε­ώς του μὲ μα­γα­ζί καὶ ἐ­ζή­τη­σε εἰς γά­μον τὴν χω­ρι­α­το­ποῦ­λαν.  Ὁ πα­τὴρ της ὅ­μως ἐ­π’ οὐ­δε­νὶ λό­γῳ ἤ­θε­λε νὰ δώ­σῃ τὴν κό­ρην του εἰς ἕ­να ξέ­νον γυ­ρο­λό­γον τοῦ ὁ­ποί­ου ὡς ἔ­λε­γε, δὲν ἐ­γνώ­ρι­ζεν ἀ­πὸ ποῦ κρα­τά­ει ἡ σκού­φια του.   Καὶ ὄν­τως ὁ γέ­ρος ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε δί­και­ον, δι­ό­τι δὲν ἐ­γνώ­ρι­ζε τὴν οἰ­κο­γέ­νειάν του, οὔ­τε τὴν πα­τρί­δα του.
«… Ἡ μα­νί­α τοῦ Κυ­ριά­κου πρὸς τὴν νέ­αν ἐ­κο­ρυ­φοῦ­το καὶ δὲν ἄρ­γη­σε νὰ τὸ κα­τα­στή­σῃ γνω­στὸν εἰς τὸν προ­στά­την του Μαρ­καν­τω­νά­κην, ὅ­στις ἐ­πεμ­βᾶς με­τὰ τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως τοῦ χω­ρί­ου, ἔ­πει­τα ἀ­πὸ μα­κρὸν δι­ά­στη­μα ἔ­πει­σεν τὸν πτω­χὸν Θε­ρι­σια­νὸν νὰ δώ­σῃ τὴν θυ­γα­τέ­ρα του Στυ­λια­νὴν, ὀρ­φα­νὴν μη­τρὸς, εἰς τὸν Κυ­ριά­κον.  Οὗ­τος, ἔ­λα­βεν ὡς προί­καν μί­αν μι­κρὰν ἰ­σό­γει­ον οἰ­κί­αν, κλη­ρο­νο­μί­αν τῆς μη­τρὸς της εἰς τὸ χω­ρί­ον Μπουρ­νι­ές, ἀ­πέ­χον τρί­α τέ­ταρ­τα τῆς ὥ­ρας ἐκ τῆς πό­λε­ως τῶν Χα­νί­ων, τὸ πλεῖ­στον Τουρ­κι­κὸν καὶ ὑ­πὸ ἐ­λα­χί­στων Χρι­στια­νῶν κα­τοι­κού­με­νον. Εἰς τὴν οἰ­κί­αν ἐ­κεί­νην κα­τώ­κη­σεν ὁ Κυ­ριά­κος μέ­χρι τοῦ 1865.  Ἐκ τοῦ γά­μου του ἀ­πέ­κτη­σε τέσ­σα­ρας θυ­γα­τέ­ρας, ἕ­να υἱ­ὸν ὑ­δρο­κέ­φα­λον, πα­ρά­λυ­τον τὰ κά­τω ἄ­κρα, ὅ­στις εἰς ἡ­λι­κί­αν 16 ἐ­τῶν ἀ­πέ­θα­νε, καὶ τὸν Ἐ­λευ­θέ­ριον ».
 
Η ΓΕΝ­ΝΗ­ΣΙΣ ΤΟΥ Ε­ΛΕΥ­ΘΕ­ΡΙΟΥ ΒΕ­ΝΙ­ΖΕ­ΛΟΥ
«Κα­τ’ Αὔ­γου­στον τοῦ 1864  ἤρ­χι­σεν ὁ το­κε­τὸς τῆς Στυ­λια­νῆς μὲ φο­βε­ροὺς πό­νους, πα­ρῆλ­θον δύ­ο ἡ­μέ­ραι καὶ ὁ το­κε­τὸς δὲν ἐ­γί­νε­το.  Ἔ­χον­τες ὑ­π’ ὄ­ψιν τὸν προ­η­γού­με­νον το­κε­τὸν τοῦ ὑ­δρο­κε­φά­λου καὶ φο­βού­με­νοι πα­ρο­μοί­αν πε­ρί­πτω­σιν οἱ χω­ρι­κοί, ἔ­πει­σαν τὸν Κυ­ριά­κον ὅ­τι πρέ­πει ­νὰ φέ­ρη τὸν Ἱ­ε­ρό­θε­ον , προ­η­γού­με­νον τῆς μο­νῆς «Χρυ­σο­πη­γῆς»  διὰ νὰ τῆς δι­α­βά­ση εὐ­χὴν καὶ οὕ­τω κα­τορ­θω­θῆ ὁ το­κε­τὸς.  Οἱ δὲ Τοῦρ­κοι με­τε­κά­λε­σαν τὸν Χα­τζῆ Σα­κί­ρη ἀ­πὸ τὸ χω­ρί­ον Ψί­ρες τῆς Κυ­δω­νεί­ας διὰ τὸν αὐ­τὸν σκο­πὸν.
«… Τὴν ἑ­σπέ­ραν τῆς τρί­της ἡ­μέ­ρας συ­νην­τή­θη­σαν εἰς τὸ αὐ­τὸ σπι­τά­κι ὁ Ἱ­ε­ρό­θε­ος καὶ ὁ Χα­τζῆ Σα­κί­ρης καὶ ἤρ­χι­σαν νὰ δι­α­βά­ζουν ὑ­πὸ τὸ ἀ­μυ­δρὸν φῶς ἕ­νὸς λύ­χνου, ὁ μὲν τὴν φυλ­λά­δα τοῦ Ἁ­γί­ου Ἐ­λευ­θε­ρί­ου καὶ ἄλ­λα σχε­τι­κά,  ὁ δὲ Τοῦρ­κος δι­κάς του φυλ­λά­δας μὲ εὐ­χὰς Τουρκι­στί.  Τὸ δι­ά­βα­σμα αὐ­τὸ δι­ήρ­κε­σε πέν­τε ὥ­ρας πε­ρί­που, μὲ μι­κρά δι­α­λείμ­μα­τα.  Εἰς στιγ­μὴν κο­ρε­σμοῦ καὶ νυ­στά­γρας λέ­γει ὁ Ἱ­ε­ρό­θε­ος πρὸς τὸν Τοῦρ­κον: «Μω­ρὲ Χα­τζῆ ἕ­να δι­ά­βο­λο θω­ρῶ» καὶ ἀ­παν­τᾶ ὁ Τοῦρ­κος: «Καὶ  ἐ­γὼ μω­ρὲ πα­πᾶ, θω­ρῶ ἕ­να φου­ρὸ­γα­το καὶ ὁ Ραμ­πῆς νὰ λυ­πη­θῆ τὴν κα­κο­μοί­ρα νὰ τὸ ξε­γεν­νή­ση». Πράγ­μα­τι πε­ρὶ τὰ ἐ­ξημε­ρώ­μα­τα τῆς τε­τάρ­της ἡ­μέ­ρας ἐ­γεν­νή­θη ὁ δι­ά­βο­λος Ἐ­λευ­θέ­ριος!­.­.»
 
ΠΩΣ ΚΑΙ Υ­ΠΟ ΤΙ­ΝΟΣ Ε­ΒΑ­ΠΤΙ­ΣΘΗ
«­..Μό­λις τὸ παι­δὶ ἐ­γέν­νε­το 40 ἡ­με­ρῶν, ἡ μη­τέ­ρα του καὶ ἡ μαμ­μή, με­τέ­βη­σαν εἰς τὴν μο­νὴν τῆς «Ζω­ο­δό­χου Πη­γῆς»  ὅ­που δι­έ­με­νεν ὁ Ἱ­ε­ρό­θε­ος καὶ ἐ­ζή­τη­σαν τὴν βά­πτι­σίν του. Ὁ Ἱ­ε­ρό­θε­ος ἐ­δέ­χθη ὡς ἀ­νά­δο­χος νὰ τὸ βα­πτί­σῃ. Ἀλ­λὰ κα­θ’ ἥν ὥ­ραν τὸ εἶ­χεν μέ­σα εἰς τὴν κο­λυμ­βή­θραν καὶ τὸ ἐ­σή­κω­σε διὰ νὰ τὸ θέ­ση εἰς τὰ μυ­ρό­πα­να, ἐ­λέ­ρω­σεν ἐν­τὸς τῆς κο­λυμ­βή­θρας, καὶ ὁ Ἱ­ε­ρό­θε­ος τὸ πα­ρέ­δω­σεν εἰς τὴν μαμ­μὴν φω­νά­ζων: «Αὐ­τὸς εἶ­ναι Σα­τα­νᾶς καὶ θὰ κά­μνη κα­κὸν εἰς τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν» καὶ ἀ­μέ­σως ἀ­πε­μα­κρύν­θη. Ἀ­πε­τε­λεί­ω­σε δὲ τὸ βά­πτι­σμα ὁ πα­ρα­τυ­χὼν Γεν­νά­διος. Τὰ πε­ρὶ το­κε­τοῦ καὶ βα­πτί­σμα­τος,  ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ἱ­ε­ρό­θε­ος λε­πτο­με­ρῶς εἰς τὸ «ἡ­με­ρο­λό­γιόν του.
 
Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ὁ ἴ­διος συγ­γρα­φεύς ἀ­να­φέ­ρει δι­ά­φο­ρα ἄλ­λα γε­γο­νό­τα τῆς ζω­ῆς τοῦ Κυ­ριά­κου Βε­νι­ζέ­λου ὅ­στις με­τὰ πλεί­στων ἄλ­λων Ἑλ­λή­νων ὑ­πη­κό­ων ἀ­πε­μα­κρύν­θη τῆς Κρή­της πα­ρὰ τῆς Τουρ­κι­κῆς κυ­βερ­νήσε­ως, ἐ­πα­νελ­θών κα­τὰ τὸ ἔ­τος 1871, ὁ­πό­τε εὑ­ρῆ­κε ἄ­θι­κτον τὸ κα­τά­στη­μά του καὶ ἤρ­χι­σε τὰς ἐρ­γα­σί­ας του, ἀ­φοῦ προ­σέ­λα­βε ὡς ὑ­παλ­λή­λους του τοὺς :Γ. Γι­αν­να­κου­δά­κην, καὶ Ἀν­δρέ­αν Νο­στρά­κην. Τὴν Τρί­τη θυ­γα­τέ­ρα του δὲ,  ἔ­δω­σε σύ­ζυ­γον εἰς τὸν πρα­κτι­κὸν δι­κη­γό­ρον Κων­σταν­τῖ­νον Μη­τσο­τά­κην.
 
Από­σπα­σμα ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο «πολιτικὴ ἱστορία  Ἑλλάδος 1821-1954 – ἡ φαυλοκρατία»   τοῦ Νικολάου Ἀντωνακέα.

Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου