Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

Ο ΕΘΝΑΡΧΗΣ

 

Στο έγγραφο της CIA υπάρχει μαρτυρία διπλωματικού υπαλλήλου, σύμφωνα με την οποία οι δυο πρώην πρωθυπουργοί ήταν συνεργάτες των ναζί κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής….

Το άκρως απόρρητο έγγραφο φέρει ως ημερομηνία την 16η Σεπτεμβρίου 1962. Ο άνθρωπος που το έγραψε, υποστηρίζει ότι συνομίλησε με τον τότε σύμβουλο της πρεσβείας Ιωάννη Μοσχόπουλο, ο οποίος του αποκάλυψε ότι κατά τη δίκη του ναζί και υπεύθυνου για το θάνατο εκατομμυρίων Εβραίων Άντολφ Άιχμαν στο Ισραήλ, προέκυψε πως μεταξύ των στοιχείων που ήταν στη δικογραφία υπήρχε και ένας πίνακας με τα ονόματα Ελλήνων που συνεργάστηκαν με τον Μέρτεν στη Θεσσαλονίκη για την εξόντωση Εβραίων.

«Άκρως απόρρητον. Το όνομα του πρωθυπουργού κ. Κωνστ. Καραμανλή περιλαμβάνεται πράγματι εις τον πίνακα των πρακτόρων των γερμανικών αρχών κατοχής, ως συνεργάτης του Μέρτεν εις την εξόντωσιν των Εβραίων» είναι ο τίτλος του κειμένου.

Η Υπόθεση Μέρτεν αφορούσε τον Μαξ Μέρτεν, αξιωματικό των ναζιστικών κατοχικών δυνάμεων, ο οποίος κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου. Η υπόθεση συγκλόνισε την πολιτική ζωή της Ελλάδας από το 1957 μέχρι το 1960. Έλαβε διαστάσεις τον Νοέμβριο του 1958 όταν η κυβέρνηση ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή κατέθεσε και ψήφισε νομοσχέδιο, με το οποίο τροποποιούνταν ο προηγούμενος σχετικος νόμος και επιτρεπόταν η αποφυλάκιση των εγκληματιών πολέμου που είχαν ήδη καταδικαστεί και κρατούνταν σε ελληνικές φυλακές. Οι ενέργειες της Κυβέρνηση Καραμανλή πραγματοποιήθηκαν υπό την υπόδειξη των Γερμανών καθώς το φθινόπωρο του 1958 έγινε η σύναψη δανείου της Ελλάδος από την Γερμανία ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων.

Ο Μαξ Μέρτεν (8 Σεπτεμβρίου 1911 – 21 Σεπτεμβρίου 1971) ήταν Γερμανός ανώτατος εισαγγελέας της Ναζιστικής Γερμανίας που έφερε τον βαθμό του λοχαγού. Καταγόταν από το Βερολίνο και είχε νυμφευθεί την κόρη του Ούγγρου προξένου στο Βερολίνο. Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στη Σερβία και την Ελλάδα ως ανώτερος δικαστικός σύμβουλος των εκεί γερμανικών στρατιωτικών διοικήσεων (Κομαντατούρ), ενώ η σύζυγός του διέμενε μόνιμα στη Βουδαπέστη, όπου για πολύ καιρό υπήρξε ιδιαιτέρα γραμματεύς του υφυπουργού δικαιοσύνης Ρόλαντ Φράισλερ.

Στην Ελλάδα ήλθε τον Απρίλιο του 1942, ένα χρόνο μετά τη γερμανική εισβολή, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του, Μάισνερ, με τον οποίο και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη τη διετία 1942-1944, όπου ανέλαβε τη γενική εποπτεία της δίωξης των Εβραίων της Μακεδονίας, σύμφωνα με την από 7 Ιουλίου 1942 σχετική διαταγή της Κομαντατούρ «περί μέτρων κατά των Εβραίων και των περιουσιών αυτών», αντικαθιστώντας σε πολλές περιπτώσεις και τον ανώτερο στρατιωτικό διοικητή Μακεδονίας και Αιγαίου.

Θεωρούνταν ο κύριος υπεύθυνος της γενοκτονίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, διατάσσοντας τη μεταφορά περίπου 45.000 ατόμων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς, καθώς και την ευθύνη της λεηλασίας των περιουσιών τους, μέχρι και τυμβωρυχίας του εβραϊκού νεκροταφείου, που υπολογίσθηκε ότι ξεπερνούσαν σε αξία το τεράστιο για την εποχή εκείνη ποσό των 125.000.000 χρυσών φράγκων. Εξ αφορμής αυτών αποκλήθηκε «Δήμιος της Θεσσαλονίκης» και «Χασάπης της Θεσσαλονίκης».

Μετά τη λήξη του πολέμου ο Μέρτεν συνελήφθη από τους Αμερικανούς στην κατεχόμενη Γερμανία. Το 1946 οι Αμερικανοί πρότειναν την παράδοσή του στις ελληνικές αρχές, στο πλαίσιο της συμφωνίας, που οι Σύμμαχοι είχαν υπογράψει το 1943 για την παράδοση των εγκληματιών πολέμου στις χώρες διάπραξης των εγκλημάτων τους. Η ελληνική πλευρά δια του Έλληνα στρατιωτικού ακολούθου στο Βερολίνο, στρατηγού Ανδρέα Υψηλάντη, πρότεινε την απελευθέρωσή του λόγω της άμεμπτης συμπεριφοράς του και των ανεκτίμητων υπηρεσιών του προς την Ελλάδα.

Έτσι άρχισε μια νέα καριέρα στη μεταπολεμική Γερμανία, εργαζόμενος στο Γερμανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης. Αναμίχθηκε στην πολιτική και μαζί με τον Γκούσταφ Χάινεμαν, τον κατοπινό πρόεδρο της Δυτικής Γερμανίας, ίδρυσε πολιτικό κόμμα αντιπολιτευτικό του Κόνραντ Άντεναουερ για την αποδοχή της μονιμότητας του χωρισμού της Γερμανίας.

Η υπόθεση Μέρτεν ξεκίνησε τον Μάιο του 1957, όταν ο Γερμανός εγκληματίας έφθασε στην Ελλάδα για να καταθέσει σε δίκη του πρώην διερμηνέα του[4] και μάλιστα όχι ως απλός ιδιώτης, αλλά με την επίσημη ιδιότητα υψηλόβαθμου στελέχους του υπουργείου Δικαιοσύνης της Δυτικής Γερμανίας, κατέχοντας θέση Γενικού Γραμματέα. Για τις κατηγορίες εναντίον του ποτέ δεν είχε συλληφθεί προκειμένου να προσαχθεί στο Δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου, παρότι εκκρεμούσε σε βάρος του ένταλμα σύλληψης από το 1947

Η τότε ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην αρχή έδειξε αμήχανη και στη συνέχεια υποχώρησε στις πιέσεις -μέσω πρέσβη- του καγκελάριου Κόνραντ Άντεναουερ, καθώς επίκειτο (Φθινόπωρο 1958) σύναψη δανείου της Ελλάδος ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων. Στις αρχές Νοεμβρίου του 1958 ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ πραγματοποίησαν επίσημη επίσκεψη στη Βόννη, επιδιώκοντας κυρίως να εξασφαλίσουν πιστώσεις από τη Δυτική Γερμανία για έργα υποδομής. Οι Δυτικογερμανοί ηγέτες ενδιαφέρονταν για τη διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα και για την εξάπλωση της οικονομικής επιρροής της Δυτικής Γερμανίας στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Φαίνεται όμως ότι ενδιαφέρονταν και για κάτι άλλο ακόμη: να σταματήσει η δίωξη των εγκληματιών πολέμου στην Ελλάδα, ώστε παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ζωής της Δυτικής Γερμανίας που βαρύνονταν με εγκλήματα ή είχαν εντάλματα για την κατοχική δράση τους στην Ελλάδα, να μπορούσαν ανενόχλητα να έρχονται και να φεύγουν. Πράγματι στις 13 Νοεμβρίου 1958 υπογράφηκε γερμανοελληνική οικονομική συμφωνία, σε μυστικό παράρτημα της οποίας (αποκαλύφθηκε αργότερα πως) «ο Καραμανλής υποσχέθηκε στον Γερμανό Καγκελάριο Αντενάουερ ότι η Ελλάδα θα ανέστελλε όλες τις διώξεις και θα παρέδιδε τον Μέρτεν στη Γερμανία».

Λίγες μέρες μετά την επιστροφή των Καραμανλή-Αβέρωφ από τη Βόννη, ο αρχηγός της Δημοκρατικής Ενώσεως Ηλίας Τσιριμώκος ζήτησε από τον πρόεδρο της Βουλής να συζητηθεί το θέμα Μέρτεν. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι υπήρχαν πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε αναλάβει την υποχρέωση έναντι της δυτικογερμανικής κυβέρνησης, να απελευθερώσει τον δήμιο της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν. Η πληροφορία προκάλεσε εντύπωση και έξαψη ιδιαίτερα στην Αριστερά. Στα τέλη Ιανουαρίου του 1959 η κυβέρνηση Καραμανλή έφερε για συζήτηση στη Βουλή νομοσχέδιο «Περί τροποποιήσεως της νομοθεσίας για τα εγκλήματα Πολέμου», σύμφωνα με το οποίο οριζόταν ότι «αναστέλλεται αυτοδικαίως και χωρίς να απαιτείται απόφασις τις δικαστηρίου, πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου, καθώς και η εκτέλεσις πάσης ποινής ή το υπόλοιπον ταύτης», που χαρακτηρίστηκε από τους νομικούς κύκλους έκτρωμα. Αναφορές στο νομικό εκείνο έκτρωμα δημοσίευσαν πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες και περιοδικά, ενώ οι Times του Λονδίνου λοιδορώντας την Ελλάδα έγραφαν «Η Ελλάς αμνηστεύει τους σφαγείς της». Αλλά και στο εσωτερικό οι αντιδράσεις πολλών βουλευτών ήταν επίσης έντονες, ιδιαίτερα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Ηλία Τσιριμώκου και του Σταύρου Ηλιόπουλου που κατηγόρησαν την κυβέρνηση για υποχώρηση και ενδοτικότητα. Στον ξεσηκωμό των Καλαβρυτινών με αφορμή αυτό το νόμο, ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος δήλωσε από το βήμα της Βουλής: «κατέχομαι υπό βαθείας ευλαβείας έναντι των θυμάτων των Καλαβρύτων, αλλά αι σφαγαί εκεί προεκλήθησαν ως αντίποινα δια φόνους Γερμανών και μάλιστα αιχμαλώτων…», δηλώσεις που προκάλεσαν δυσφορία και οργή. Υπουργός Δικαιοσύνης στην Ελλάδα τότε ήταν ο Κωνσταντίνος Καλλίας που είχε δηλώσει πως «πρέπει να παραμεριστούν τα εμπόδια δια την ανάπτυξιν των σχέσεών μας με την Δυτικήν Γερμανίαν», και χαρακτήρισε την ψήφισή του ως μια πολιτικής πράξης σκοπίμου Ο εισηγητής της πλειοψηφίας Παπαρρηγόπουλος δήλωσε ότι στην περίπτωση Μέρτεν θα γινόταν εξαίρεση και ο Γερμανός ναζί θα έμενε στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Όπως αποδείχθηκε, επρόκειτο για μία παραπλανητική κίνηση προκειμένου η κυβέρνηση να κατευνάσει την οργή της αντιπολιτεύσεως. Συνέπεια όλων αυτών ήταν τελικά το διάταγμα αυτό να καταψηφιστεί απ΄ όλη την αξιωματική αντιπολίτευση, που διαμαρτυρόταν για την απαράδεκτη μεθόδευση.

Αποφυλάκιση και απέλαση του Μέρτεν

Το φθινόπωρο του 1959 η υπόθεση Μέρτεν ήλθε και πάλι στην επικαιρότητα με το νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε., με το οποίο γινόταν τροποποίηση του προηγούμενου σχετικού νόμου και επιτρεπόταν η αποφυλάκιση των εγκληματιών πολέμου που είχαν ήδη καταδικαστεί και εκρατούντο σε ελληνικές φυλακές. Ακολούθησε θυελλώδης συζήτηση στη Βουλή. Κάτω από τον καταιγισμό πυρών Ε.Δ.Α. και Δημοκρατικής Ενώσεως, η κυβέρνηση δια του αντιπροέδρου της, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, απήντησε ότι η Ε.Ρ.Ε. είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στη «σημερινή Γερμανία» και ότι ο μόνος εγκληματίας πολέμου που βρισκόταν σε ελληνικές φυλακές, ο Μέρτεν, έπρεπε να απελαθεί και να παραδοθεί στη χώρα του.

Τελικά το νομοσχέδιο ψηφίστηκε και στις 5 Νοεμβρίου 1959 ο Μέρτεν αποφυλακίστηκε και απελάθηκε από την Ελλάδα .

Ευθύς μετά την άφιξή του στη Δυτική Γερμανία συνελήφθη με ένταλμα των γερμανικών δικαστικών αρχών και δικάστηκε στο Βερολίνο. Ο ανακριτής αποφάσισε να παραμείνει ελεύθερος, με τον όρο να παρουσιάζεται στην αστυνομία δύο φορές την εβδομάδα[17].

Γερμανικά δημοσιεύματα και νέος σάλος

Στις 28 Σεπτεμβρίου 1960 η γερμανική εφημερίδα Ηχώ του Αμβούργου και το περιοδικό Der Spiegel δημοσίευσαν αφηγήσεις του Μαξ Μέρτεν, σύμφωνα με τις οποίες ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός Εσωτερικών Δημήτρης Μακρής και η σύζυγός του, Δοξούλα, ήταν «έμμισθοι πληροφοριοδότες των γερμανικών αρχών Κατοχής και για τις πολύτιμες πληροφορίες που είχαν δώσει, σχετικά με την Αντίσταση, πήραν ανταμοιβή από τις κατασχεμένες περιουσίες των Εβραίων».

ΠΗΓΗ 

Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

πηγή

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου