Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

Οδοιπορικό του Γιάννη Κατσέα στην Ι. Μονή Πέτρου και Παύλου στο Βυθκούκι.

 

Φωτογραφίες – Κείμενο Γιάννης Κατσέας …

Είχαμε την τύχη να έχουμε μαζί μας στο προσκύνημα αυτό τον Ιερέα του χωριού Βυθκούκι Κορυτσάς Βορείου Ηπείρου. Σημειωτέον ότί η αλλοτινή αυτή Βλάχικη πόλη ήταν μια από τις πλέον ευημερούσες στον καζά Κορυτσάς και καταστράφηκε από τις ορδές των τουρκαλβανών με την πλειοψηφία των κατοίκων της να μεταναστεύουν στην ανατολική Θράκη και στον Εβρο. 

Ο ΠαπαΔημήτρης μας άνοιξε την Μονή Αγίων Πέτρου και Παύλου, μας ξενάγησε στο Καθολικό καθώς και στο Παρεκκλήσι των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, στο υπόγειο του οποίου βρίσκεται το Οστεοφυλάκειο της Μονής. Για άλλη μια φορά η απογοήτευση μας ήταν μεγάλη καθώς η Μονή είχε την συνηθισμένη μεταχείρηση από το ΑΘΕΙΣΤΙΚΟ καθεστώς του Χότζα. Χρησιμοποιήθηκε σαν στρατόπεδο και όπως άλλωστε θα δείτε στις φωτογραφίες το μόνο που διασώθηκε είναι το Καθολικό και το Παρεκκλήσι σε κακή κατάσταση. Για τα κελιά και τους λοιπούς βοηθητικούς χώρους μερίμνησαν οι Αλβανοί να τα σωριάσουν σε άμορφες σωρούς από πέτρες.  Φαντάζεστε την εκπληξή μας καθώς όπως θα δείτε στην τελευταία φωτογραφία είναι γεμάτο από τα οστά και τις κάρες των Ελληνορθοδόξων Μοναχών που μόνασαν εκεί … σαν να περιμένουν υπομονετικά πότε θα κυματίσει η Γαλανόλευκη στον ιστό της Μονής! 

Λίγα λόγια για το Βυθκούκι και την Ιερά Μονή (απόσπασμα από ΕΔΩ)  

Το Βυθκούκι βρίσκεται είκοσι χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Κορυτσάς και νοτίως της γειτνιάζουσας Μοσχόπολης. Υψώνεται σε ορεινό έδαφος και περιβάλλεται από ψηλά βουνά, τα οποία δημιουργούν ένα πολύ όμορφο και γραφικό φυσικό τοπίο. Κατά τη διάρκεια του 17ου–18ου αιώνα, το Βυθκούκι σημείωσε υψηλή οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη, εφάμιλλη της Μοσχόπολης, γεγονός που μαρτυρείται από τους περίτεχνους ναούς του. Αριθμούσε μεγάλο αριθμό συνοικιών και περίπου 14 ναούς και μονές, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η Μονή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.   

Η Μονή βρίσκεται σ’ έναν λόφο στη βορειοανατολική πλευρά του σημερινού χωριού Βυθκουκίου. Το μοναστήρι που περιλαμβανόταν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της μητρόπολης Καστοριάς, οικοδομήθηκε σταδιακά. Αρχικά κτίστηκε το κτήριο των κελιών το 1709.  Το 1736 ακολούθησε η ανέγερση του ναού των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, ο οποίος αγιογραφήθηκε το 1755 από τους αδελφούς Αθανάσιο και Κωνσταντίνο από την Κορυτσά. Ο ναός των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ρυθμού βασιλικής με τρούλο, οικοδομήθηκε το 1759 από τον ηγούμενο της μονής Νίκο Ταράσιο και αγιογραφήθηκε το 1763-1764, επίσης, από τους αδελφούς Αθανάσιο και Κωνσταντίνο. Το 1761 φιλοτεχνήθηκε το τέμπλο του ναού.  

Από το μοναστηριακό συγκρότημα σήμερα σώζεται το καθολικό των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και ο ναός των Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, που βρίσκεται ανατολικά του εξωτερικού τοίχους της μονής και αργότερα χρησίμευσε ως κοιμητηριακός ναός. Τα υπόλοιπα κτίσματα της Μονής καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.  Σύμφωνα με τον κώδικα της Κορυτσάς, η μονή των Αποστόλων διέθετε: «ἐν Κορυτσᾷ […] ἐξ ἀφιερωμάτων κτηματικήν περιουσίαν εἰς ἐργαστήρια, τά ὁποῖα φέρουσι πρόσοδον περί τάς δέκα χιλιάδας». Επίσης, ο Αραβαντινός αναφέρει σχετικά με τη Μονή των Αποστόλων, τα εξής: «Εἰς τίτλον καί δικαίωμα τοῦ μοναστηρίου τούτου κληρικός ἐλεοθέτης διαμένων εἰς Βενετίαν ἠγόρασεν αἰωνίως τόν φόρον τοῦ ζυγίου, ἶνα τό ἐτήσιον εἰσόδημα αὐτοῦ διαβιβάζηται τῷ Ἠγουμενευόντι, ὡς καί διαβιβάζετο μέχρι τῆς ἐκπνεύσεως τοῦ βενετικοῦ κράτους κατά τό 1797 πρός ὄφελος αὐτοῦ» (Ἀραβαντινὸς Π., Περιγραφὴ τῆς Ἠπείρου, τ. 1, σ. 118 καὶ σημ. 1.)  

Λίγα λόγια για το οστεοφυλάκιο της Μονής στο Παρεκκλήσιο των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού (απόσπασμα από ΕΔΩ)  Θέμα της παρούσας μελέτης αποτελούν οι τοιχογραφίες του ναού των αγίων Κοσμά και Δαμιανού, ο οποίος λειτουργούσε ως οστεοφυλάκιο της Μονής των αποστόλων Πέτρου και Παύλου στο Βιθκούκι (Βόρεια Ήπειρος). Το διώροφο, καμαροσκεπές κτίσμα οικοδομήθηκε με λαξευμένους λίθους στα 1736, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή που βρίσκεται στον δυτικό τοίχο, και ο γραπτός του διάκοσμος ολοκληρώθηκε στα 1750.  

Η εικονογράφηση περιορίστηκε στο Βήμα και τον κυρίως ναό, ενώ το υπόγειο, στο οποίο φυλάσσονταν τα οστά των μοναχών μετά την εκταφή, καθώς και ο νάρθηκας παρέμειναν ακόσμητοι. Οι τοιχογραφίες φιλοτεχνήθηκαν από τους αδελφούς Κωνσταντίνο και Αθανάσιο από την Κορυτσά, οι οποίοι εργάστηκαν τον 18ο αιώνα στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας. Ο διάκοσμος σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση, και μόνο κάποιες μορφές αγίων παρουσιάζουν φθορές. 

Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού διατάσσεται σε πέντε ζώνες. Κατά μήκος του κέντρου της καμάρας τοποθετήθηκε μια σειρά από μετάλλια με προτομές του Χριστού Παντοκράτορα και προφητών, ενώ παρακάτω ιστορήθηκαν συνολικά δεκατέσσερις παραστάσεις από τον χριστολογικό κύκλο. Ακολουθεί μια στενή ζώνη με μετάλλια, στα οποία περιέχονται προτομές μαρτύρων, ενώ άγιοι σε φυσικό μέγεθος εικονίστηκαν στην επόμενη ζώνη. Η εικονογράφηση τελειώνει με μια ζώνη που περιλαμβάνει διακοσμητικά θέματα. 

Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του Βήματος εικονίστηκε η Θεοτόκος στον τύπο της Βλαχερνίτισσας, ενώ τον ημικύλινδρο καταλαμβάνει το θέμα του Μελισμού μεταξύ συλλειτουργούντων Ιεραρχών. Στο μέτωπο του τόξου της αψίδας ιστορήθηκε μια σπάνια παράσταση με τον Χριστό Τρικέφαλο, ο οποίος πλαισιώνεται από δύο σεβίζοντες αγγέλους. Η κόγχη της πρόθεσης κοσμήθηκε με την Ακρα Ταπείνωση, ενώ στον βόρειο τοίχο ακολουθεί το Όραμα του Πέτρου Αλεξανδρείας. Στις υπόλοιπες προσφερόμενες για γραπτό διάκοσμο επιφάνειες του Βήματος εικονίστηκαν άγιοι επίσκοποι και διά­κονοι. 

Στη δημιουργία των συνθέσεων οι ζωγράφοι Κωνσταντίνος και Αθανά­σιος ακολουθούν κατά κύριο λόγο παλαιότερα πρότυπα της υστεροβυζαντινής περιόδου, ενώ παράλληλα υιοθετούν στοιχεία και από την τέχνη της Δύσης. Οι δυτικές επιδράσεις εντοπίζονται τόσο στην ένταξη δυτικών θεμάτων στο εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού, όπως η στέψη της Θεοτόκου και ο Τρικέφαλος Χριστός, όσο και στην εισαγωγή δυτικής προέλευσης λεπτομερειών σε αφηγηματικές συνθέσεις, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την παράσταση του Ευαγγελισμού και της Γέννησης του Χριστού. Στα βασικά όμως σημεία οι καλλιτέχνες παραμένουν πιστοί στη βυζαντινή παράδοση και οι δυ­τικές επιδράσεις στο έργο τους είναι περιορισμένες. 

Τεχνοτροπικά οι τοιχογραφίες εντάσσονται στην καλλιτεχνική δημιουργία του 18ου αιώνα, εποχή που χαρακτηρίζεται από γραμμική πτυχολογία και προτίμηση στη διακοσμητική απόδοση των θεμάτων. Οι όγκοι σχηματίζονται με την παράθεση λεπτών πτυχών, κάτω από τις οποίες διακρίνονται τα σώματα και οι κινήσεις τους. Τα πρόσωπα των μορφών χαρακτηρίζονται από λεπτότητα στο πλάσιμο, ενώ τα σαρκώματα αποδίδονται με ομοιογενείς χρωματικές διαβαθμίσεις.  

Οι ζωγράφοι δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την απόδοση των αρχιτεκτονημάτων και του τοπίου, και τα στοιχεία αυτά συμπεριλαμβάνονται στις συνθέσεις μόνο όταν η εικονογραφία τους το απαιτεί.  Εντυπωσιακή, τέλος, στις τοιχογραφίες είναι η χρωματική αρμονία. Με τη χρήση πολυάριθμων φωτεινών αποχρώσεων του λευκού, του κυανού, του πράσινου, του κόκκινου και της ώχρας, το σύνολο του διακόσμου δημιουργεί στον θεατή αίσθηση λεπτότητας, η οποία επιτείνεται από την κυριαρχία των απαλών χρωμάτων.

πηγή

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου